“The national redoubt” ή πώς η γεωγραφία της Ελβετίας τη βοήθησε να παραμείνει ουδέτερη και ανεξάρτητη

Κοινοποίηση:
1280px-Reduit_Schweiz_Neu-1024x661

Ελβετία. Η χώρα των Άλπεων, με το ιδιάζον πολιτικό σύστημα, το υψηλότατο βιοτικό επίπεδο και τη διάσημη σε όλους τήρηση αυστηρής ουδετερότητας. Η χώρα που μέχρι το 2002 χαρακτηριστικά δεν ήταν μέλος του ΟΗΕ, η χώρα με την πανέμορφη φύση, την ηρεμία, την τάξη και την αρμονία. Η χώρα με την ιδιαίτερη γεωγραφία. Πεδινή στο βορρά, που φιλοξενεί τις μεγαλύτερές της πόλεις και την πρωτεύουσα Βέρνη, και ορεινή στο νότο, με μερικά από τα μεγαλύτερα όρη της Ευρώπης να υψώνονται δημιουργώντας ένα ιδιαίτερα αφιλόξενο τοπίο, η Ελβετία φαίνεται να διανύει τους αιώνες αμετάβλητη, αγέρωχη και –όπως πάντα– αυστηρά ουδέτερη. Πώς, όμως, αυτή η γεωγραφία τη βοήθησε να διατηρήσει αυτή την ουδετερότητα και με τι κόστος;

H τύχη της μικρής χώρας φαίνεται πως είχε ήδη κριθεί στο μακρινό 1815, και το διαβόητο Συνέδριο της Βιέννης. Οι μεγάλες δυνάμεις της Ευρώπης φαίνεται πως το είχαν συμφωνήσει. Η Ελβετία θα έπρεπε να παραμείνει αυστηρά ουδέτερη, μια σταθερά δίπλα στις επεκτατικές γειτονικές αυτοκρατορίες. Τούτο το γεγονός προφανώς επηρέασε σημαντικά τη στρατιωτική πολιτική της χώρας τα επόμενα χρόνια, χτίζοντας το σκεπτικό ενός λεγόμενου “armed neutrality”, της αντίληψης πως δε θα επιτεθεί στρατιωτικά εάν δε βρεθεί πρώτα σε σοβαρό κίνδυνο. Σε κάθε περίπτωση, πάντως, η ετοιμότητα του στρατού είναι δεδομένη. Παράλληλη επιδίωξη, η χρήση της αλπικής ζώνης του νότου με τέτοιο τρόπο, ώστε να ενισχύσει όσο το δυνατόν περισσότερο την αντίληψη πως η χώρα είναι ένα φρούριο, που καμία δύναμη δε θα ήθελε να μπει στη διαδικασία να κατακτήσει. Τα χρόνια πέρασαν, και η δεκαετία του 1880 βρήκε τις πρώτες υπόγειες αμυντικές κατασκευές να χτίζονται στην περιοχή του Gotthard των Άλπεων, εκμεταλλευόμενες τη σιδηροδρομική γραμμή που κατασκευάστηκε λίγα χρόνια πριν στην περιοχή. Γενικευμένη κατασκευή, όμως, των φρουρίων, δεν έμελλε παρά να γίνει μισό αιώνα αργότερα, κατά τη δεκαετία του 1930.

Η ραγδαία άνοδος του Αδόλφου Χίτλερ στην εξουσία στη γειτονική Γερμανία άλλαξε άρδην τις ισορροπίες της περιοχής και ανάγκασε την Ελβετία να συγκεκριμενοποιήσει και να αναβαθμίσει τα αμυντικά της σχέδια. Βλέποντας γύρω χώρες, όπως η Γαλλία, να οχυρώνονται με έργα όπως η Γραμμή Μαζινό, ο Ελβετικός στρατός άρχισε να σκέφτεται πλέον ανοιχτά το ενδεχόμενο εισβολής. Υπό τον στρατηγό Henri Guisan εκπονήθηκε ένα μεγαλειώδες σχέδιο, με στόχο την αποτροπή πιθανών εχθρών και την προστασία της χώρας. Το όνομά του ήταν “National Redoubt” (στα γαλλικά “Réduit national”). Το κόστος 10 δισεκατομμυρίων δολαρίων σχέδιο περιλάμβανε δύο άξονες, που θα εξασφάλιζαν την αποτελεσματική οχύρωση της χώρας. Στα νότια ορεινά εδάφη των Άλπεων κατασκευάστηκαν 3 κεντρικά φρούρια (Gotthard, St. Maurice και Sargans) και πολλαπλά μικρότερα οχυρά, που σε αρκετές περιπτώσεις συνδέονταν μεταξύ τους μέσω τούνελ. Κάθε ένα από τα υπόγεια φρούρια, πλην των πολλαπλών κανονιών και οπλισμών, περιείχε μέσα του πλήρως εξοπλισμένους κοιτώνες, κουζίνες, νοσοκομεία, καθώς και χώρους ψυχαγωγίας. Ό,τι χρειάζεται πρακτικά, για την παραμονή σε αυτό εκατοντάδων στρατιωτών. Μέσα σε αυτό το κλίμα, φαινομενικά ήσυχα σαλέ και στάβλοι, που εντάσσονταν στο φυσικό τοπίο, φιλοξενούσαν πίσω από τους «ξύλινους» μα στην πραγματικότητα τσιμεντένιους τοίχους τους τούνελ, τανκς και πληθώρα όπλων, έτοιμα για χρήση από τον ελβετικό στρατό σε περίπτωση εισβολής. Ο συνδυασμός αυτών των αμυντικών οχυρώσεων σίγουρα θα προστάτευε αποτελεσματικά από μια πιθανή εισβολή της φασιστικής Ιταλίας του Μουσολίνι, δεν έφτανε, όμως για να αποτρέψει μια επίθεση από τη ναζιστική Γερμανία στον πεδινό βορρά.

Οι Ελβετοί γρήγορα κατάλαβαν πως θα χρειαζόταν ένα διαφορετικό σχέδιο για την προστασία των πεδιάδων. Πώς θα επιτυγχανόταν, όμως, αυτό; Η απάντηση ήταν τα εκρηκτικά. Πλήθος βομβιστικών μηχανισμών τοποθετήθηκαν σε καίρια σημεία στα γερμανικά και στα γαλλικά σύνορα. Μέσα σε ελάχιστο διάστημα, γέφυρες, τούνελ και δρόμοι γέμισαν με κρυμμένα εκρηκτικά, έτοιμα να ανατιναχθούν και να κόψουν κάθε επαφή της χώρας με τον έξω κόσμο. Το μήνυμα ήταν πως η Ελβετία ήταν δυσπρόσιτη από κάθε κατεύθυνση. Και εν τέλει εντυπώθηκε στους παραλήπτες του. Αν και υπήρχε σχέδιο από την πλευρά της ναζιστικής Γερμανίας για κατάκτηση της χώρας με την ονομασία “Operation Tannenbaum”, εν τέλει δεν προχώρησε. Λίγο ο φόβος επιδρομής των Συμμάχων από τα γαλλικά παράλια, λίγο η προετοιμασία της επιχείρησης Μπαρμπαρόσα για την εισβολή της Σοβιετικής Ένωσης, οι Γερμανοί συνειδητοποίησαν πως μια κατάκτηση της Ελβετίας θα χρειαζόταν τεράστιες δαπάνες, σε ένα τοπίο εχθρικό, που θα ευνοούσε τους εξοικειωμένους κατοίκους να προβούν σε αντάρτικό πόλεμο και να μετακινηθούν στα βουνά. Αν και πολυδάπανο, το “National Redoubt” πέτυχε το σκοπό του, και σε συνδυασμό με την αμφίσημη πολιτική της χώρας και τις εμπορικές συναλλαγές και με τις δύο αντιμαχόμενες πλευρές, την κράτησε «ζωντανή» και ανεξάρτητη στο επίκεντρο μιας περιοχής που βαλλόταν από τις κατακτήσεις των δυνάμεων του Άξονα.

To τέλος του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου και τα επόμενα χρόνια έφεραν στο προσκήνιο έναν νέο εχθρό, που τέσταρε τις οχυρώσεις της χώρας και τις δυνατότητές της. Ο Ψυχρός Πόλεμος, όπως εκφράστηκε με την κόντρα Η.Π.Α. και Ε.Σ.Σ.Δ. και την πυρηνική και κομμουνιστική απειλή για τη Δύση, ανησυχούσε ιδιαίτερα την Ελβετία, που επιθυμούσε όσο τίποτα να διαφυλάξει τον ουδέτερο χαρακτήρα της. Στις ήδη υπάρχουσες δομές από τον δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο, λοιπόν, προστέθηκαν καινούριες. Κάθε σπίτι που κατασκευαζόταν μετά τη δεκαετία του ‘50 έπρεπε να εξοπλιστεί με ένα υπόγειο «πυρηνικό» καταφύγιο, ικανό να φιλοξενήσει μέσα αριθμό μεγαλύτερο της οικογένειας που κατοικούσε σε αυτό. Συνολικά και μέχρι τα μέσα της δεκαετίας του ‘60 είχαν κατασκευαστεί γύρω στα 300.000 τέτοια «ιδιωτικά» καταφύγια, που σε συνδυασμό με τα 8.000 bunkers και τα 15.000 κρυμμένα ή και φανερά οχυρωματικά έργα, μπορούν να φιλοξενήσουν 8,6 εκατομμύρια κατοίκους σε περίοδο πολέμου ή πυρηνικής καταστροφής, αριθμό που υπερβαίνει τον παρόντα πληθυσμό της χώρας. Την περίοδο εκείνη δόθηκε ιδιαίτερη έμφαση και στην άμυνα στις πεδιάδες, με ενίσχυση των ήδη υπαρχόντων εκρηκτικών και εισαγωγή νέων μεθόδων, όπως της καταστροφής ραντάρ αλλά και του γενικευμένου blackout σε περίπτωση εισβολής.

Ο ψυχρός πόλεμος, όμως, έληξε στα τέλη της δεκαετίας του ‘80 με την πτώση της Ε.Σ.Σ.Δ και των πρώην κομμουνιστικών καθεστώτων της ανατολικής Ευρώπης, και έτσι, αναπτύχθηκε η άποψη πως τα πολυδάπανα οχυρωματικά έργα της χώρας δεν δικαιολογούνταν από τις φιλικές σχέσεις με τις γύρω χώρες και τη συνεχώς αναπτυσσόμενη ευρωπαϊκή ενοποίηση. Από τις αρχές κιόλας της δεκαετίας του ‘90, ο στρατός άρχισε να αφοπλίζει τα bunkers και να απομακρύνει τα εκρηκτικά από καίρια σημεία. Στο παρόν, αρκετά υπόγεια τούνελ και φρούρια έχουν μετατραπεί σε μουσεία, ξενοδοχεία, εστιατόρια, μέχρι και αποθήκες ελβετικών τυριών, ενώ άλλα βιώνουν την εγκατάλειψη και τη φθορά του χρόνου. Παρ’ όλα αυτά, σαλέ και οχυρά που κρύβουν τανκς και οπλισμό συνεχίζουν να παραμένουν σε διάφορες πόλεις, και παρά την τουριστική τους χρήση, αρκετά από αυτά μαζί με τα κανόνια τους μπορούν ακόμα και σήμερα να χρησιμοποιηθούν, εάν χρειαστεί. Σε διάφορες περιπτώσεις, αυτή η παραμονή έχει προκαλέσει και ατυχήματα, όπως φάνηκε από την έκρηξη στο τούνελ Gotthard το 2001, που σκότωσε 11 ανθρώπους μετά από σύγκρουση φορτηγών, ή στο παράδειγμα του χωριού Mitholz, που, έχοντας ήδη βιώσει μια θανατηφόρα έκρηξη πριν από 60 χρόνια στο υπόγειο φρούριο, πρέπει να εγκαταλειφθεί μέσα στα επόμενα χρόνια, καθώς μεγάλη ποσότητα εκρηκτικών κρύβεται μέσα στους γειτονικούς βραχώδεις σχηματισμούς, καθιστώντας την παραμονή στην περιοχή εξαιρετικά επικίνδυνη.

Μπορεί η εποχή των μεγάλων παγκοσμίων πολέμων και της επαπειλούμενης πυρηνικής καταστροφής να έχει παρέλθει για τα καλά, όμως, παρά την ουδετερότητά της, η Ελβετία παραμένει ακόμα και σήμερα μια έντονα στρατιωτικοποιημένη χώρα. Μπορεί οι μεγάλες υπόγειες εγκαταστάσεις να έχουν πια τουριστική χρήση, και οι γύρω χώρες να είναι καθ΄ όλα φιλικές, όμως στη φιλοσοφία και ψυχοσύνθεση των Ελβετών είναι ακόμα εμποτισμένα τα μηνύματα της αποτροπής του πιθανού εχθρού και του “armed neutrality”. Είναι χαρακτηριστικό πως η χώρα είναι από τις λίγες στην Ευρώπη, μαζί με τη δική μας, που διατηρεί καθεστώς υποχρεωτικής στράτευσης για περίπου 6 μήνες, με συνεχή όμως σποραδική επιστροφή στα στρατόπεδα για εκπαίδευση για αρκετά ακόμη χρόνια, προκειμένου όλοι οι στρατιώτες να βρίσκονται σε ετοιμότητα και εν γνώσει των τελευταίων στρατιωτικών και τεχνολογικών εξελίξεων. Σε δημοψήφισμα του 2014, τα ¾ των Ελβετών ψήφισαν να μη καταργηθεί το ισχύον καθεστώς υποχρεωτικής στράτευσης, ενώ το ποσοστό οπλοκατοχής στη χώρα είναι το υψηλότερο στην Ευρώπη. Γι’ αυτό, τη φορά εκείνη που θα βρεθείτε στην κατά τα άλλα ήρεμη χώρα, στην οποία τα πάντα φαίνεται πως λειτουργούν με ακρίβεια ελβετικού ρολογιού, δείτε πέρα από τα ειρηνικά τοπία και αναλογιστείτε το κόστος αυτής της ουδετερότητας και τις υπερβάσεις που χρειάζονται προκειμένου να εξασφαλιστεί μια ειρήνη.

ΚΟΙΝΟΠΟΗΣΗ:

1 Comment

Comments are closed.