Δίκη Μάτι: “Η σορός που θάψαμε δεν ήταν του πατέρα μου”!

Κοινοποίηση:
mati_2018_epomeni_mera_art

Τον ανείπωτο εφιάλτη που βίωσε η οικογένειά της ακόμη και μετά το πέρασμα της φονικής πυρκαγιάς, όταν πια έπρεπε να κηδέψουν τους ανθρώπους που έχασαν στις φλόγες, ξετύλιξε σήμερα με την κατάθεσή της στη δίκη για το Μάτι, η μάρτυρας που έχασε τους δυο γονείς της στο Μάτι. Ειδικότερα, η μάρτυρας κ. Βασιλική Κούκλα, αναφέρθηκε στην απώλεια των γονιών της – τους βρήκε και τους δυο απανθρακωμένους στη κουζίνα – και τόνισε πως μετά την κηδεία των γονιών της, τους ενημέρωσαν πως είχαν θάψει λάθος άνθρωπο! «Κανένας σεβασμός ούτε για τους ζωντανούς ούτε για τους νεκρούς σε όλη αυτή την τραγωδία. Εκείνο το βράδυ το καθήκον ξεχάστηκε.

Η ανθρωπιά , το καθήκον δεν ήταν εκεί…» είπε η μάρτυρας για να προσθέσει: «Μετά την κηδεία πήρα ένα τηλέφωνο και με ενημέρωσαν ότι είχε δοθεί λάθος πτώμα και πως ο άνθρωπος που κηδέψαμε δεν ήταν ο πατέρας μου και με παρακαλεί να έρθει πυροσβεστικό να με πάει εκεί να τα πούμε από κοντά. Το σοκ ήταν μεγάλο και ζήτησα από το γραφείο κηδειών να αναλάβει. Αλλά δυστυχώς φάνηκε ότι δεν υπήρχε διάθεση να δοθεί εισαγγελική οδηγία. Υπήρχε συγκάλυψη για να γίνει αλλαγή πτωμάτων χωρίς να κηδέψουμε τον πατέρα μου… Το αίτημα δεν έγινε δεκτό από την πλευρά μας για ευνόητους λόγους και η κηδεία έγινε σε στενό οικογενειακό κύκλο».

Συνεχίζοντας η ίδια μάρτυρας κατέθεσε στη δίκη: «Εκείνο το βράδυ το καθήκον ξεχάστηκε. Η ανθρωπιά, το καθήκον δεν ήταν εκεί. Δεν ξέρω γιατί και πώς. Περιμένω να ακούσω τις απολογίες. Για εμάς δεν έκανε κάνεις τον κόπο να σώσει τίποτα απολύτως. Κανένας δεν μας πήρε να μας πει μια κουβέντα παρηγοριάς όπως και κανείς εκείνο το βράδυ δεν έκανε τίποτα». Ακολούθως στην κατάθεσή της η κ. Κούκλα κατονόμασε δημοσίως τον άνθρωπο που της ζήτησε να κάνουν εκταφή χωρίς εισαγγελική παραγγελία για να μην μαθευτεί το λάθος. Τα όσα ανέφερε η μάρτυρας προκάλεσαν πάντως το ενδιαφέρον του εισαγγελέα της έδρας ο οποίος άφησε ανοιχτό το ενδεχόμενο ενεργειών οίκοθεν.

«Πώς σώσαμε τα εγγόνια μας»
Στη δίκη σήμερα συγκλόνισαν όμως με τις καταθέσεις τους και τα μέλη της οικογένειας Σπυρίδη. Ο παππούς και η γιαγιά της οικογένειας αυτής έσωσαν τα εγγόνια τους από τις φλόγες. Τα παιδιά υπέστησαν πολλά εγκαύματα και ο παππούς έπειτα από δίμηνη νοσηλεία στην εντατική κατέληξε.

Πιο συγκεκριμένα, η κ. Ελισάβετ Σπυρίδη περιέγραψε στο δικαστήριο πως η ίδια και ο σύζυγός της αγκάλιασαν τα εγγόνια τους για να τα σώσουν. Η μάρτυρας είπε: «Ο παππούς είχε τον εγγονό και εγώ την Ελισάβετ. Από ένα παιδί, αγκαλιασμένα για να τα προφυλάξουμε …Καήκαμε μέχρι να φτάσουμε στη θάλασσα. Μας πρόλαβε το θερμικό κύμα. Κανείς δεν μας ειδοποίησε… Από την φτέρνα μέχρι πάνω κάηκαν τα πόδια μου. Από την πλευρά του πατέρας των παιδιών Κ. Σπυρίδης και γιος της μάρτυρας στη δίκη του κατάθεση στο δικαστήριο ανέφερε: «Η έγνοια μου ήταν να πάω να σώσω τα παιδιά και τους γονείς μου. Με σταμάτησαν με τη βία να μην πάω γιατί μου έλεγαν ότι θα πεθάνω. Εγώ μέσα στον πανικό μου δεν κατάλαβα τι μου έλεγαν…. Ο πατέρας μου, όπως έμαθα, αρνήθηκε να μπει πρώτος εκείνος στο ασθενοφόρο και να πάρει τα παιδιά.

Οι γιατροί δεν τον άκουσαν καθώς η δίκη του κατάσταση ήταν πιο βαριά». Ο μάρτυρας στη συνέχεια αναφέρθηκε στην εικόνα που παρουσίαζαν τα παιδιά του όταν τα αντίκρισε. «Ήταν δυο μαύρα πράγματα αλλά εκείνη την ώρα έβλεπα δύο αγγέλους.Μου αρκούσε που ήταν ζωντανά Οι γονείς μου θυσιάστηκαν πραγματικά για να σώσουν τα παιδιά», είπε ο μάρτυρας. Η θεία των παιδιών Αικατερίνη Σπυρίδη μίλησε για τον πόνο του πατέρα της μέχρι μέχρι να φύγει από τη ζωή.

«Ήταν μαύρος. Μόνο τα μάτια του ξεχώριζαν. Ο πατέρας μου είχε πολύ μεγάλη ταλαιπωρία, να φωνάζει για να αντέξει τον πόνο εκείνη την ώρα» είπε η μάρτυρας και συνέχισε: «Η μητέρα μου ήταν καμένη χέρια πόδια, ήταν ακινητοποιημένη. Μετά από δύο μήνες κατάφερε να κινήσει το χέρι της για να μπορέσει να φάει λίγη κρέμα. Η μαμά μου βρήκε μετά από δυόμισι μήνες από το νοσοκομείο για να μην κινδυνεύσει από τα μικρόβια. Χάσαμε τον πατέρα μου. Στην κηδεία του πατέρα μου όλοι βουβοί με κλάματα και η μάνα μου σε καροτσάκι να θέλουν να τη συλλυπηθούν να της πιάσουν το χέρι και εκείνη να πονά. Η μόνη της παρηγοριά ήταν ότι σώσανε τα παιδιά».

ΚΟΙΝΟΠΟΗΣΗ:

1 Comment

  1. Αλήτες δολοφόνοι, που είσαι ρε Πολακη λεβεντοκρητικε κουραδομαγκα. Που ήσουν και στα επιτελεία εκείνες τις ώρες. Αλήτες συριζαιοι.

Comments are closed.