Η πίεση στον πρωτογενή τομέα συνεχίζει να αυξάνεται, με τους αγρότες να οδηγούνται στους δρόμους, διαμαρτυρόμενοι για την έλλειψη ουσιαστικής στήριξης. Όπως επισημαίνουν ειδικοί, «όσο δεν παράγουμε, θα βουλιάζουμε», και η σημερινή κατάσταση δείχνει ότι οι ανησυχίες αυτές δεν είναι υπερβολικές. Η αδυναμία παραγωγής και ανάπτυξης στον πρωτογενή τομέα υπονομεύει την οικονομική σταθερότητα και οδηγεί σε κοινωνικές εντάσεις.
Παράλληλα, η συζήτηση γύρω από το δημόσιο χρέος αποκτά νόημα μόνο όταν λαμβάνονται υπόψη όλοι οι τομείς της οικονομίας. Οι αναλυτές προειδοποιούν ότι «όποιος συζητάει για το δημόσιο χρέος, χωρίς να λαμβάνει υπ’ όψιν του τον ιδιωτικό και τον εξωτερικό τομέα, ουσιαστικά έχει χάσει το νόημα». Αυτό σημαίνει ότι η κυβέρνηση δεν μπορεί να εκτιμήσει ορθολογικά την κατάσταση του δημοσίου χρέους, εάν αγνοεί τις εξελίξεις στους άλλους βασικούς τομείς.
Η σημασία της διασύνδεσης των τεσσάρων βασικών τομέων —κράτος, εξωτερικό, επιχειρήσεις και νοικοκυριά— γίνεται ιδιαίτερα εμφανής στην περίπτωση υπερχρέωσης. Οι ειδικοί προειδοποιούν ότι η αδυναμία να ληφθούν υπόψη οι αλληλεπιδράσεις μεταξύ αυτών των τομέων μπορεί να οδηγήσει σε οικονομικές υφέσεις και κρίσεις, αναγκάζοντας την κυβέρνηση να παρεμβαίνει μέσω δανεισμού.
Τέλος, η υπερφορολόγηση του ιδιωτικού τομέα μέσω του λεγόμενου «πληθωριστικού φόρου» αντιμετωπίζεται ως ξεκάθαρο μέτρο λιτότητας. Όπως φάνηκε από την εμπειρία των μνημονίων, χωρίς κατάλληλα αντισταθμιστικά μέτρα, η πολιτική αυτή οδηγεί σε μεγάλα οικονομικά αδιέξοδα, εντείνοντας τις κοινωνικές και οικονομικές πιέσεις.
Η κατάσταση φαίνεται να απαιτεί συντονισμένη στρατηγική που θα συνδυάζει παραγωγική ανάπτυξη, ισορροπία μεταξύ δημοσίου και ιδιωτικού τομέα και στοχευμένη οικονομική πολιτική, προκειμένου να αποφευχθεί περαιτέρω κρίση.






