Και ακόμα κάτι σημαντικό : το γέλιο που μετέδιδαν οι γελωτοποιοί του Μεσαίωνα, αλλά και οι απλοί άνθρωποι που μεταλλάσσονταν σε “γελωτοποιούς” μερικές φορές μέσα στο χρόνο (γιορτές και πανηγύρια) αποτελούσε “μια έκφραση της αλήθειας για τη ζωή, τον άνθρωπο, τον κόσμο”.
Πρώτα απ’ όλα, το γέλιο αυτό ήταν καθολικό – γελοιοποιούσε δηλαδή όλες τις πλευρές της ζωής και του κόσμου : Όχι μόνο δεν έκανε καμιά εξαίρεση για ότι ήταν ανώτερο, αλλά απεναντίας στρεφόταν κυρίως εναντίον του. Επιπλέον, στόχος του δεν ήταν μια ιδιαίτερη περίπτωση ή ένα μέρος, αλλά το σύνολο, το καθολικό, το ολόκληρο.
Οικοδομούσε το δικό του κόσμο απέναντι στον επίσημο κόσμο, τη δική του Εκκλησία απέναντι στην επίσημη Εκκλησία, το δικό του κράτος απέναντι στο επίσημο κράτος.
Ωστόσο αυτή η καθολική γελοιοποίηση δεν είναι μόνο σκώμμα, χλευασμός ή σάτιρα, δηλαδή μια αμιγής άρνηση· εκφράζει συνάμα κάτι θετικό που εμπνέει αγαλλίαση και αισιοδοξία. Το γέλιο αυτό είναι αμφίπλευρο και αμφίσημο : καταλύει αλλά ταυτόχρονα οικοδομεί, υποβιβάζει αλλά και ανυψώνει, “εκθρονίζει” αλλά και “ενθρονίζει”, “σκοτώνει” αλλά και “ανασταίνει”.
Αυτή είναι η άλλη όψη της καθολικότητας του: όλοι γελούν με όλα και με όλους, ακόμα και με τον εαυτό τους, γιατί το γέλιο τους είναι πριν απ’ όλα ένα σημάδι γενικής χαράς και ευθυμίας που αποκλείει τον πικρό, μονοσήμαντο σαρκασμό.
Ταυτόχρονα οι γιορτές γέλιου απελευθέρωναν διπλά τους ανθρώπους από τη μεσαιωνική καταπίεση. Αυτό που γινόταν ήταν : “απελευθέρωση του γέλιου και του σώματος, που ερχόταν σε χτυπητή αντίθεση με τη νηστεία που είχε προηγηθεί ή θα ακολουθούσε”· και “προσωρινή διακοπή ολόκληρου του επίσημου συστήματος με τις απαγορεύσεις και τους ιεραρχικούς φραγμούς του”, δηλαδή, απελευθέρωση του πνεύματος και του λόγου, που εκδηλωνόταν με τη σάτιρα, την αθυροστομία, την “ατμόσφαιρα εφήμερης ελευθερίας” της γιορτής.
Το γέλιο εξέφραζε έτσι τη “λαϊκή επίσημη αλήθεια”.

γελωτοποιός Στάντσικ -Γιαν Ματέικο- 1862
Πραγματικά, “στους πρωτόγονους καιρούς οι σοβαρές και οι κωμικές όψεις της θεότητας, του κόσμου και του ανθρώπου ήταν εξίσου ιερές, εξίσου θα μπορούσε κανείς να πει “επίσημες”. Το γέλιο είχε αρχικά έναν ιερό ή τελετουργικό χαρακτήρα, καθώς το μαρτυρούν αρκετοί μύθοι και εορταστικά έθιμα της αρχαιότητας.
Ας θυμηθούμε ότι στην Ελλάδα, όπως και στην Αίγυπτο, η ίδια η δημιουργία του κόσμου αποδίδεται κάποτε στο θεϊκό γέλιο – τον “άσβεστο γέλωτα” των θεών, όπως τον ονομάζει ο Όμηρος (Ιλ. Α΄, 599).
Ας θυμηθούμε την Βαυβώ, την άξεστη μα φιλόξενη γυναίκα της Ελευσίνας, που με μια άκοσμη χειρονομία προκαλεί το γέλιο της – απελπισμένης για το χαμό της Περσεφόνης – Δήμητρας, η οποία τότε μόνο δέχεται να πιει τον μαγικό κυκεώνα (εξ ου και η εικασία ότι η πόση του κυκεώνα στα Ελευσίνια μυστήρια γινόταν ύστερα από ένα τελετουργικό ξέσπασμα γέλιου).
Ας θυμηθούμε τις άσεμνες χειρονομίες και τις υβριστικές αισχρολογίες που αντάλλασσαν – εντελώς νόμιμα – οι γυναίκες στα Θεσμοφόρια· τα ανάλογα έθιμα στις γιορτές του Βουβάστεως στην Αίγυπτο (Ηρόδοτος, ΙΙ, 60)· το τελετουργικό γέλιο – σύμβολο επιστροφής στη ζωή – στις γιορτές που τελούνταν προς τιμήν της Ήρας στη Βοιωτία· τις μυητικές τελετές στο άντρο του Τρωφωνίου στη Λεβάδεια, όπου κάποιος παρίστανε τον πεθαμένο και “ανασταινόταν” χάρη στο γέλιο (Παυσανίας, ΙΧ, 39)·και, φυσικά, τα περίφημα ρωμαϊκά Λουπερκάλια, όπου ο ιερέας άγγιζε με το ματωμένο μαχαίρι της θυσίας το μέτωπο δύο νέων αγοριών, που έπρεπε την ίδια στιγμή να σκάσουν στα γέλια.
Σε όλες αυτές τις περιπτώσεις, η παραβίαση ενός ταμπού, η βρισιά, η βωμολοχία, το γέλιο περιβάλλονται με τη μαγική δύναμη να διώχνουν τα πνεύματα του κακού, να καθαίρουν, να αναζωογονούν και συνάμα να αφυπνίζουν, με το παράδειγμα μιας πληθωρικής ευθυμίας, τις κοιμισμένες δυνάμεις της φύσης.
Το στοιχείο της πρόκλησης, της “αμφισβήτησης”, που μοιάζει σύμφυτο με το γέλιο, θεωρείται αναπόσπαστο τμήμα, μιας ιερουργίας, η οποία θεσμοποιεί την αναζωογονητική και καθαρτήρια λειτουργία του. Αντίληψη κοινή σε πολλά έθιμα των πρωτογονικών λαών – π.χ. σε αφρικανικές τελετές όπου ο γελωτοποιός οφείλει να προκαλεί την κυρίαρχη σοβαρότητα και που μας παραπέμπει πιθανώς σε μια πανάρχαια, μυθική για μας, εποχή: τότε που οι άνθρωποι “λοιδορούσαν, χλεύαζαν τον ήλιο (υπέρτατη θεότητα) και άλλους θεούς, καθώς και την ανώτατη ανθρώπινη εξουσία, για να τους αναγκάσουν να ανανεωθούν”, εκδηλώνοντας μ’ αυτό το τελετουργικό γέλιο “την αντίδραση στις κρίσεις που γνώριζε η ζωή του ήλιου (ηλιοστάσια), των θεών, του σύμπαντος, του ανθρώπου.
Όσο για τη θεατρική κυρίως παράδοση της Ασίας – παράδοση διαμορφωμένη μέσα σε αυστηρά διαμορφωμένες κοινωνίες, όχι ακριβώς ταξικές με τη νεότερη δυτική σημασία του όρου – δεν διστάζει να συνδυάσει το κωμικό με το “σοβαρό” (θρησκευτικό, μυθολογικό, ηρωικό ή τραγικό) ακόμα και μέσα στο ίδιο είδος.
Στον πρόλογο π.χ., του κλασικού ινδικού δράματος, βρίσκουμε συχνά μια φαιδρή σκηνή, όπου εμφανίζεται λέγοντας κωμικές ασυναρτησίες ο Βιντούσακα, ο παραδοσιακός γελωτοποιός του ινδικού θεάτρου· και στην ηρωική κωμωδία του ίδιου τόπου (νάτακα), ο ήρωας συντροφεύεται μόνιμα από έναν παρόμοιο Βιντούσακα, σχηματίζοντας μαζί του ένα αντιστικτικό ζευγάρι που μας θυμίζει κάπως τον Δον Κιχώτη και τον Σάντσο Πάντσα ή, ακόμα πιο έντονα, τον Μεγαλέξανδρο (ή τον Αθανάσιο Διάκο) και τον Καραγκιόζη στο ελληνικό θέατρο σκιών.
Στο θέατρο του Θιβέτ, οι γελωτοποιοί είναι “άγιοι” που επιδίδονται σε μια αρκετά ωμή κριτική της κοινωνίας – χωρίς να εξαιρούν τα θρησκευτικά τάγματα, τον ανώτερο κλήρο, τους ευγενείς και τις ιερότερες τελετές. Παράδοση των “τρελών αγίων” που θυμίζει τους joculatores, τους γελωτοποιούς μαθητές του Αγίου Φραγκίσκου της Ασίζης, οι οποίοι επίσης κατέκριναν με “χοντρά” αστεία τις αρτηριοσκληρωτικές συμβάσεις της επίσημης εκκλησιαστικής ιεραρχίας και τις καταχρήσεις των ανώτερων τάξεων και δεν μας είναι δύσκολο να θυμηθούμε ακόμα εδώ τους “δια Χριστόν σαλούς” της ανατολικής Εκκλησίας: αυτούς τους αγίους που έφταναν ως το σημείο να παριστάνουν τους μίμους και τους αμαρτωλούς, διασύροντας την εκκλησιαστική τάξη, την ευπρέπεια του ναού και την υποχρέωση της νηστείας.

The Court Jester – William Merritt Chase
Αυτή η παράδοση του καθολικού γέλιου συνεχίστηκε και στον Μεσαίωνα μέσα από τις “Γιορτές των Τρελών” (= γελωτοποιών) , αλλά και μέσα από γιορτές καρναβαλιού, όπου προκαλούσαν όλες τις εξουσίες και όλα τα “επίσημα και σοβαρά”. Η μεσαιωνική σοβαρότητα ήταν διαποτισμένη από στοιχεία φόβου, αδυναμίας, υπακοής, υποταγής, ψέματος, υποκρισίας, ή αντίστροφα, βίας, εκφοβισμού, απειλών, απαγορεύσεων.
Η έκρηξη του γέλιου που προκαλούσαν οι γελωτοποιοί λύτρωνε από το φόβο, καταργούσε την επίσημη σοβαρότητα, “φώτιζε την ανθρώπινη συνείδηση” και αποκαλύπτονταν ένας νέος κόσμος, όπου όλα ήταν ανάποδα και οι δουλοπάροικοι μπορούσαν να γελούν και να κοροϊδεύουν τους αφέντες τους.
Στις Γιορτές των Τρελών ή των Μωρών που γινόταν στο δυτικό κόσμο, την Πρωτοχρονιά ή κάποια άλλη στιγμή του Δωδεκάμερου, οι κατώτεροι κληρικοί εξέλεγαν μέσα στις εκκλησίες έναν επίσκοπο, αρχιεπίσκοπο ή και πάπα των “τρελών”, μόνο και μόνο για να γελάσουν. Τον χειροτουνούσαν, παρωδούσαν όλο το τελετουργικό της επίσημης λατρείας. Έκαιγαν παλιά παπούτσια αντί για λιβάνι, χόρευαν στη μέση του ναού, έβριζαν…
Η γιορτή αυτή θυμίζει πολύ έντονα τα ρωμαϊκά Σατουρνάλια, όπου οι δούλοι έπαιρναν τη θέση των αφεντικών και τα αφεντικά υπηρετούσαν τους δούλους.
Ο τρελός, είτε εμφανίζεται στα τρίστρατα των πόλεων, είτε στις αυλές των μεγιστάνων, είναι ένας από τους πιο αντιπροσωπευτικούς τύπους του Μεσαίωνα – όσο και ο κληρικός, ο μοναχός, ο ιππότης.
Η μορφή του, εξαιρετικά οικεία χάρη σε μια παραδοσιακή φορεσιά – την κουκούλα με τα γαϊδουρινά αυτιά, το παροδικό σκήπτρο ή ποιμαντικό ραβδί, που έχει στην άκρη του ένα κεφάλι γυναίκας ή τρελού, και το παρδαλό ρούχο του από το οποίο κρέμονται κουδούνια -, είναι ταυτόχρονα αινιγματική και αμφίσημη.
Από τη μια ενσαρκώνει τη μωρία, δηλαδή μαζί τη χαζομάρα, την άγνοια και την παλαβομάρα. Από την άλλη, αποκαλύπτεται ένας τολμηρός σοφός που ξεμασκαρεύει το ψέμα, την υποκρισία και την απάτη των κάθε λογής ισχυρών, λέγοντας μεγαλόφωνα όσα ο “λαός” ψιθυρίζει μέσα του.
Αλλά αυτές οι γιορτές ικανοποιούσαν και μια ακόμη πολύ σημαντική ανάγκη : την ανάγκη των ανθρώπων (ιδιαίτερα οι άνθρωποι που ζουν μέσα σε κάποιες κλειστές και έντονα “απαγορευτικές” κοινωνίες) να εκτονωθούν συλλογικά, σπάζοντας κάποιες στιγμές στο χρόνο όλους τους συμβατικούς φραγμούς της “σοβαρής” καθημερινότητας.
Έθιμα όπως η Γιορτή των Τρελών θεωρούνταν πολύ σημαντικά και απαραίτητα επειδή όπως έλεγαν και οι ίδιοι “τα κρασοβάρελα θα έσκαζαν αν δεν τραβούσαμε κάπου κάπου την τάπα, αν δεν αφήναμε να περάσει μέσα σ’ αυτά λίγος αέρας”.
Κι αυτός “ο λίγος αέρας”, η ανατροπή της τάξης του κόσμου και των πραγμάτων για λίγες μέρες ενίσχυε τελικά την τάξη την οποία συμβολικά αντέστρεφε.

Eduardo Zamacois – Jesters Playing “Cochonnet”
________
Βιβλιογραφία
· Ιστορία της Μουσικής, τομ. Α, Εμιλ Βύλερμοζ, Αθήνα, 1979, εκδ. Υποδομή.
· Ιστορία της Μουσικής, Υρα C. Θεοδωροπούλου, Ελληνικόν Ωδείον, Αν. Εταιρία, εκδ. Αθήναι.
· Dictionary of Music and Musicians, ed. Stanley Sabie (τομ. 19).
· Ιστορία του Θεάτρου, Φύλλις Χάρτυολ, εκδ. Υποδομή.
· Θεατρικό Λεξικό, Αλέξης Σολομός, εκδ. Κέδρος.
· Θεατρική Αγωγή, Α. Θ. Φλώρος, εκδ. Αρσενίδης.
· Γνωριμία με το θέατρο, Robin May, Μετάφραση Τ. Λιγνάδης, εκδ, Διάγραμμα.
· Ιστορία του Θεάτρου, Robert Pignarre, εκδ. Ζαχαρόπουλος
· Μυστηριακό Θέατρο, Τζ. Α. Λιβράγκα, εκδ. Νέα Ακρόπολη
· Εγκυκλοπαίδειες : Πάπυρος Λαρούς Μπριτάνικα
· Μεγάλη Σοβιετική Εγκυκλοπαίδεια
· Εγκυκλοπαίδεια Ελευθερουδάκη
__
Πίνακας αρχής: The Court Jester – Cesare Auguste Detti (1847 – 1914)