Ποινική δίωξη σε βαθμό κακουργήματος κατά 11 ατόμων για τις φρεγάτες τύπου S

Κοινοποίηση:
areios-pagos

Μια ακόμη εισαγγελική έρευνα για υπόθεση εξοπλιστικών ολοκληρώθηκε με την άσκηση ποινικών διώξεων. Αυτή τη φορά η υπόθεση αφορά τη σύμβαση για τον εκσυγχρονισμού μέσης ζωής 6 φρεγατών τύπου «S» του Πολεμικού Ναυτικού. Αντίγραφο της δικογραφίας διαβιβάστηκε στη Βουλή προκειμένου να διερευνηθούν ενδεχόμενες ποινικές ευθύνες του τότε υπουργού Εθνικής Άμυνας Γιάννου Παπαντωνίου.
Την ίδια ώρα ασκήθηκε ποινική δίωξη για κακουργηματική απιστία περί την υπηρεσία με τις επιβαρυντικές διατάξεις σε βάρος του πρώην Γενικού Γραμματέα Οικονομικού Σχεδιασμού και Αμυντικών Επενδύσεων του υπουργείου Εθνικής Άμυνας Σπυρίδωνα Τραυλού και 10 μελών της επιτροπής διαπραγματεύσεων. Σύμφωνα με την εισαγγελική έρευνα από την επίμαχη σύμβαση το δημόσιο φέρεται να ζημιώθηκε με ποσό που ξεπερνά τα 30 εκατομμύρια ευρώ. Η υπόθεση ανατέθηκε σε Ανακριτή Διαφθοράς του
Πρωτοδικείου Αθηνών.
Συγκεκριμένα με παραγγελία της Εισαγγελέως Εγκλημάτων Διαφθοράς Ελένης Ράικου διενεργήθηκε προκαταρκτική εξέταση για την υπόθεση του Εκσυγχρονισμού
Μέσης Ζωής έξι φρεγατών τύπου S (Standard) του Πολεμικού Ναυτικού, ο οποίος ανατέθηκε με απευθείας ανάθεση στα Ελληνικά Ναυπηγεία ΑΕ (ΕΝΑΕ) ως κύριο ανάδοχο, με υπεργολάβο την εταιρία Thales Nederland, έναντι
συμβατικού τιμήματος 380 εκατομμυρίων ευρώ, το οποίο μετά τις αναπροσαρμογές ανήλθε σε 480 εκατομμύρια ευρώ. Η προκαταρκτική εξέταση διενεργήθηκε από τον Επίκουρο Εισαγγελέα Εγκλημάτων Διαφθοράς Αντώνιο
Ελευθεριάνο, στον οποίο παρείχε συνδρομή ειδικός εμπειρογνώμονας με γνώσεις οικονομικής επιστήμης, ο οποίος έχει διατεθεί από το Υπουργείο Εθνικής Άμυνας.

Μετά το πέρας της προκαταρκτικής εξέτασης, ασκήθηκε ποινική δίωξη για απιστία σχετική με την υπηρεσία, υπό τις
επιβαρυντικές περιστάσεις του νόμου περί καταχραστών του Δημοσίου, σε βάρος του Σπυρίδωνα Τραυλού, Γενικού Γραμματέα Οικονομικού Σχεδιασμού και Αμυντικών Επενδύσεων, ο οποίος, το έτος 2003, υπέγραψε τη σχετική
Σύμβαση 010Β/03, καθώς και σε βάρος των μελών της αρμόδιας Επιτροπής Διαπραγματεύσεων. Κατά τη διάρκεια της έρευνας επισημάνθηκε πλήθος όρων της σύμβασης, οι οποίοι ενεργούν μονομερώς υπέρ της αναδόχου και
της υποκατασκευάστριας εταιρίας και σε βάρος του Ελληνικού Δημοσίου, με αποτέλεσμα την πρόκληση ζημίας στην περιουσία του.

Ειδικότερα, προέκυψε ότι το χρηματοδοτικό κενό που υπολειπόταν προκειμένου να χρηματοδοτηθεί πλήρως το πρόγραμμα υπολογίσθηκε εσφαλμένα και δη υψηλότερα του ορθού, με αποτέλεσμα, προκειμένου να καλυφθεί από τις ανάδοχες εταιρίες, να παραχωρηθούν σ’ αυτές ευμενέστεροι όροι ως ανταλλάγματα. Στους όρους αυτούς συμπεριλαμβάνονται το ποσοστό αναπροσαρμογών του τιμήματος και ο σχετικός μαθηματικός τύπος των
αναπροσαρμογών, οι οποίοι τροποποιήθηκαν υπέρ των αναδόχων εταιριών, καθώς και η ρήτρα μη υπέρβασης της ετήσιας αναπροσαρμογής τιμών, τόσο ως ποσοστό επί του πληθωρισμού, όσο και ως ποσοστό επί του αρχικού
τιμήματος, η οποία δεν τέθηκε καθόλου στη σύμβαση, ενώ αυτό ήταν υποχρεωτικό και θα περιόριζε το ποσό κατά το οποίο αναπροσαρμόσθηκε το συμβατικό τίμημα και για τις δύο εταιρίες. Εξ αιτίας αυτών των όρων, η
ζημία που επήλθε στο Δημόσιο, λόγω της επιβάρυνσης του συμβατικούτιμήματος, υπερβαίνει τα 31 εκατομμύρια ευρώ, από τα οποία περισσότερααπό 23 εκατομμύρια ευρώ έχουν ήδη καταβληθεί. Το πρόγραμμα του
εκσυγχρονισμού των φρεγατών τύπου S (Standard) του Πολεμικού Ναυτικού δρομολογήθηκε το έτος 2001, με απόφαση του τότε Υπουργού Εθνικής Άμυνας Άκη Τσοχατζόπουλου, όμως στην πορεία έγινε αντιληπτό ότι οι
διαθέσιμες πιστώσεις δεν επαρκούσαν για έξι πλοία ή για τον πλήρηεκσυγχρονισμό τους. Για το λόγο αυτό, η Διεύθυνση Εξοπλισμών του ΓΕΝ και ο τότε Α/ΓΕΝ Αντώνιος Αντωνιάδης τάχθηκαν κατά της υλοποίησης του
προγράμματος, επειδή, με δεδομένες τις διαθέσιμες πιστώσεις, επρόκειτο να καταλήξει σε σχετικά περιορισμένες βελτιώσεις στα ηλεκτρονικά συστήματα των πλοίων και όχι στην αναβάθμιση της αντιαεροπορικής και
αντιπυραυλικής άμυνάς τους, όπως επιθυμούσε το Πολεμικό Ναυτικό, ενώ το χρονοδιάγραμμα της υλοποίησής του ήταν υπερβολικά εκτεταμένο, φθάνοντας έως το 2010, έτος κατά το οποίο τα πλοία θα είχαν υπερβεί το
30ό έτος της ηλικίας τους. Παράλληλα, το κόστος της γενικής επισκευής (Μακράς Ακινησίας) των πλοίων δεν συμπεριλήφθηκε στον εκσυγχρονισμό αλλά επιβάρυνε το Πολεμικό Ναυτικό. Περαιτέρω, το πρόγραμμα
περιλάμβανε υψηλό κόστος σχεδίασης / μελετών, το οποίο επιβάρυνε αποκλειστικά το συγκεκριμένο εκσυγχρονισμό, δεδομένου ότι η εταιρία δεν τον είχε προηγουμένως εφαρμόσει σε άλλο αντίστοιχο πρόγραμμα
διεθνώς, καθώς και υψηλό κόστος διαχείρισης, η δε χρηματοδότησή του προέβλεπε επιβάρυνση των οροφών πιστώσεων δανείων από το έτος 2005 και μετά.

Για τους λόγους αυτούς, η Διεύθυνση Εξοπλισμών του Πολεμικού Ναυτικού έκρινε το πρόγραμμα τεχνολογικά, επιχειρησιακά και οικονομικά ασύμφορο, προκρίνοντας τη διάθεση των πιστώσεων για την απόκτηση ή
ναυπήγηση νέων πλοίων. Παρ’ όλα αυτά, η ηγεσία του Υπουργείου Εθνικής Άμυνας και της Γενικής Γραμματείας Οικονομικού Σχεδιασμού και Αμυντικών Επενδύσεων επέμειναν μέχρι τέλους στην υπογραφή της σχετικής
σύμβασης και την υλοποίηση του προγράμματος εκσυγχρονισμού. Αντίγραφα της δικογραφίας υποβλήθηκαν προς τη Βουλή των Ελλήνων, μέσω της κας Εισαγγελέως του Αρείου Πάγου, αναφορικά με την ποινική ευθύνη του τότε Υπουργού Εθνικής Άμυνας Γιάννου Παπαντωνίου, ο οποίος, το έτος 2003, υπέγραψε την απόφαση κατακύρωσης του προγράμματος στα ΕΝΑΕ και την Thales Nederland.

ΚΟΙΝΟΠΟΗΣΗ: