Σε φυλάκιση 10,5 ετών καταδικάστηκε ο πρώην επικεφαλής του κόμματος Reform UK στην Ουαλία και πρώην ευρωβουλευτής, Νέιθαν Γκιλ, ο οποίος παραδέχτηκε ότι δωροδοκήθηκε με δεκάδες χιλιάδες λίρες για να προβεί σε φιλορωσικές δηλώσεις σε μέσα ενημέρωσης και στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο.
Η απόφαση του δικαστηρίου έβαλε τέλος σε μια υπόθεση που χαρακτηρίστηκε ως «σοβαρή προδοσία της εμπιστοσύνης των ψηφοφόρων» και πλήγμα για τη δημοκρατία.
Ο Γκιλ είχε ομολογήσει την ενοχή του σε οκτώ κατηγορίες δωροδοκίας, που αφορούσαν την περίοδο από τον Δεκέμβριο του 2018 έως τον Ιούλιο του 2019, όταν ήταν ευρωβουλευτής αρχικά με το UK Independence Party και στη συνέχεια με το Brexit Party του Νάιτζελ Φάρατζ, το οποίο αργότερα μετονομάστηκε σε Reform UK.
Η έρευνα της αντιτρομοκρατικής υπηρεσίας της Μητροπολιτικής Αστυνομίας του Λονδίνου αποκάλυψε ότι ο Γκιλ έλαβε τουλάχιστον 40.000 λίρες σε μετρητά, ενώ προσφέρθηκε να συστήσει και άλλους Βρετανούς ευρωβουλευτές σε Ρώσους ενδιαφερόμενους «για να λάβουν παρόμοιες πληρωμές». Οι αστυνομικές αρχές θεωρούν ότι ορισμένα από τα εμπλεκόμενα πρόσωπα είχαν άμεση σύνδεση με το Κρεμλίνο και τον Βλαντίμιρ Πούτιν.
Κεντρικό πρόσωπο στην υπόθεση ήταν ο Ολέγκ Βολοσίν, πρώην κυβερνητικός αξιωματούχος της Ουκρανίας με έντονη φιλορωσική δράση, στον οποίο επιβλήθηκαν κυρώσεις από το Ηνωμένο Βασίλειο το 2022. Όπως αποκαλύφθηκε στο δικαστήριο, ο Βολοσίν ανέθετε στον Γκιλ να κάνει συγκεκριμένες δηλώσεις έναντι αμοιβής. Μάλιστα, σε ορισμένες περιπτώσεις, παρείχε στον Βρετανό πολιτικό έτοιμα κείμενα, τα οποία εκφωνούσε σχεδόν λέξη προς λέξη. Επιπλέον, ο Γκιλ πληρωνόταν για να σχολιάζει σε ειδησεογραφικά μέσα, όπως το φιλορωσικό δίκτυο 112 Ukraine.
Η υπόθεση άρχισε να ξετυλίγεται στις 13 Σεπτεμβρίου 2021, όταν αστυνομικοί σταμάτησαν τον Γκιλ για έλεγχο στο αεροδρόμιο του Μάντσεστερ, ενώ ετοιμαζόταν να ταξιδέψει στη Μόσχα. Βάσει του αντιτρομοκρατικού νόμου, οι αρχές κατέσχεσαν το κινητό του τηλέφωνο, ενώ παράλληλα πραγματοποίησαν έρευνα στο σπίτι του στο Άνγκλεσι, όπου βρέθηκαν χιλιάδες ευρώ και δολάρια σε μετρητά.
Η ανάλυση του κινητού του αποκάλυψε επικοινωνία με τον Βολόσιν. Σύμφωνα με την αστυνομία, οι δύο άνδρες συμφώνησαν ότι ο Γκιλ θα λάμβανε χρηματικά ποσά για να κάνει συγκεκριμένες δηλώσεις υπέρ της Ρωσίας και κατά της ουκρανικής κυβέρνησης, καθώς και για να ασκεί κριτική σε ποινικές έρευνες κατά άλλων φιλορώσων πολιτικών στην Ουκρανία.
Ο επικεφαλής της αντιτρομοκρατικής, Ντόμινικ Μέρφι, δήλωσε ότι ο Γκιλ παρακινήθηκε πρωτίστως από την απληστία, αν και «δεν αποκλείεται να συμμεριζόταν σε κάποιο βαθμό φιλορωσικές απόψεις».
Η αστυνομία επιβεβαίωσε ότι η έρευνα για πιθανούς συνεργούς συνεχίζεται, συμπεριλαμβανομένων και άλλων Βρετανών ευρωβουλευτών.
Η καταδίκη του Γκιλ προκάλεσε έντονες πολιτικές αναταράξεις στο Ηνωμένο Βασίλειο, με τα βλέμματα να στρέφονται στον ηγέτη του Reform UK, Νάιτζελ Φάρατζ. Η αστυνομία επιβεβαίωσε ότι ο Φάρατζ δεν αποτελεί μέρος της έρευνας.
Ο ίδιος δήλωσε «σοκαρισμένος», χαρακτηρίζοντας τον πρώην συνεργάτη του ως «κακό μήλο». «Οποιοδήποτε πολιτικό κόμμα μπορεί να βρει στους κόλπους του κάθε λογής απαίσιους ανθρώπους», σχολίασε, προσθέτοντας ότι μια έρευνα για τη ρωσική και κινεζική επιρροή στη βρετανική πολιτική σκηνή θα ήταν καλοδεχούμενη.
Το κόμμα Reform UK, το οποίο είχε ήδη διαγράψει τον Γκιλ, εξέδωσε ανακοίνωση κάνοντας λόγο για «κατακριτέες, προδοτικές και ασυγχώρητες» πράξεις, χαιρετίζοντας την απόδοση δικαιοσύνης.
Ο υφυπουργός άμυνας, Αλ Κάρνς, χαρακτήρισε τις πράξεις του Γκιλ «όνειδος», τονίζοντας την ανάγκη να ξεριζωθεί η ρωσική επιρροή από τη βρετανική πολιτική σκηνή.
Ο ηγέτης των Φιλελεύθερων Δημοκρατών, Εντ Ντέιβι, εξαπέλυσε σφοδρή επίθεση, χαρακτηρίζοντας τον Γκιλ «προδότη» που βρισκόταν στην κορυφή του Reform UK, ενώ αποκάλεσε τον Φάρατζ και το κόμμα του «κίνδυνο για την εθνική ασφάλεια».





