Παράλληλα, ο συντάκτης του τουρκικού άρθρου επικρίνει την τουρκική κυβέρνηση για «παρεμβάσεις» στην εσωτερική ζωή των Τουρκοκυπρίων μέσω θρησκευτικών οργανώσεων, επισημαίνοντας ότι το αποτέλεσμα των πρόσφατων εκλογών στα κατεχόμενα αποτελεί απόρριψη των πολιτικών του Ερντογάν και του Τατάρ.
Το πρόσφατο τουρκικό άρθρο με τίτλο «II. Abdülhamit’in durumuna düşmek!» (Να καταλήξουμε σαν τον Β΄ Αμπντουλχαμίτ!) επιχειρεί, για ακόμη μία φορά, να επανανοηματοδοτήσει το Κυπριακό ζήτημα μέσα από την οπτική της Άγκυρας, παρουσιάζοντας την τουρκική εισβολή του 1974 ως «λύση» και την κατοχή ως «πραγματικότητα» που πρέπει να γίνει αποδεκτή διεθνώς.
Ο συντάκτης του άρθρου υποστηρίζει ότι το «Κυπριακό πρόβλημα» επιλύθηκε με την «Επιχείρηση Ειρήνης» του 1974, αποδίδοντας την ανακήρυξη της λεγόμενης Τουρκικής Δημοκρατίας Βορείου Κύπρου σε μια προσπάθεια «νομικής επικύρωσης» του αποτελέσματος εκείνης της στρατιωτικής δράσης. Σύμφωνα με το κείμενο, η Ελλάδα και η Κυπριακή Δημοκρατία αρνούνται να αποδεχθούν αυτή τη «νέα πραγματικότητα», ενώ οι Τουρκοκύπριοι, και κατ’ επέκταση η Τουρκία, έχουν ήδη κατοχυρώσει τα «δικαιώματά» τους στο νησί.
Το άρθρο επισημαίνει επίσης ότι πολίτες χωρών της Ευρωπαϊκής Ένωσης και του Ισραήλ έχουν εγκατασταθεί στα κατεχόμενα εδάφη, αποκτώντας περιουσίες και επιχειρηματική δραστηριότητα, γεγονός που, κατά τον αρθρογράφο, καθιστά μη ρεαλιστική οποιαδήποτε επιστροφή στο προ του 1974 καθεστώς. Παράλληλα, υπογραμμίζει ότι η Τουρκία δεν θα έπρεπε ποτέ να «παραδώσει» την Κύπρο υπό ελληνική ή ελληνοκυπριακή επιρροή, καθώς η παρουσία της εκεί αποτελεί ζήτημα εθνικής ασφάλειας και γεωπολιτικού ελέγχου.
Ιδιαίτερη έμφαση δίνεται στην απομάκρυνση της κυβέρνησης Ερντογάν από την «ορθή πολιτική» των προηγούμενων δεκαετιών, ενώ ασκείται κριτική για την αποτυχία του ΑΚΡ να κατανοήσει τη «στρατηγική σημασία» της Κύπρου. Παράλληλα, ο συντάκτης του τουρκικού άρθρου επικρίνει την τουρκική κυβέρνηση για «παρεμβάσεις» στην εσωτερική ζωή των Τουρκοκυπρίων μέσω θρησκευτικών οργανώσεων, επισημαίνοντας ότι το αποτέλεσμα των πρόσφατων εκλογών στα κατεχόμενα αποτελεί απόρριψη των πολιτικών του Ερντογάν και του Τατάρ. Το άρθρο καταλήγει με μια προειδοποίηση: η Τουρκία δεν πρέπει να καταλήξει σαν τον Σουλτάνο Αμπντουλχαμίτ Β΄, ο οποίος — όπως γράφει — «έχασε την Κύπρο παραχωρώντας την στους Βρετανούς για να διατηρήσει τον θρόνο του».
Η ανάγνωση αυτή, ωστόσο, φανερώνει για ακόμη μία φορά τη βαθιά στρέβλωση της Ιστορίας και του Διεθνούς Δικαίου από την τουρκική πλευρά. Η εισβολή του 1974, που ονομάζεται «Επιχείρηση Ειρήνης», υπήρξε κατάφωρη παραβίαση του Χάρτη των Ηνωμένων Εθνών και της Συνθήκης Εγγυήσεως του 1960, που προέβλεπε ρητά την προστασία της ανεξαρτησίας και της εδαφικής ακεραιότητας της Κυπριακής Δημοκρατίας. Η εγκατάσταση δεκάδων χιλιάδων στρατιωτών και η συνεχιζόμενη παρουσία τους επί πέντε δεκαετίες αποτελούν παράνομη κατοχή.
Η Κυπριακή Δημοκρατία είναι και παραμένει το μόνο νόμιμο και διεθνώς αναγνωρισμένο κράτος στο νησί. Το ψευδοκράτος της ΤΔΒΚ δεν έχει καμία νομική υπόσταση, γεγονός που επιβεβαιώνεται στα Ψηφίσματα 541 και 550 του Συμβουλίου Ασφαλείας του ΟΗΕ. Η διεθνής κοινότητα έχει απορρίψει κατηγορηματικά κάθε προσπάθεια «νομιμοποίησης» της κατοχής, ενώ η ένταξη της Κυπριακής Δημοκρατίας στην Ευρωπαϊκή Ένωση ενίσχυσε την πολιτική και θεσμική κατοχύρωση της κυριαρχίας της.
Η επιμονή της Άγκυρας να παρουσιάζει την Κύπρο ως «προέκταση της τουρκικής ασφάλειας» δεν αποτελεί τίποτα περισσότερο από μια προσχηματική ρητορική ηγεμονίας. Ούτε η ασφάλεια της Τουρκίας απειλείται από τη Λευκωσία, ούτε το διεθνές δίκαιο επιτρέπει τη συνεχή στρατιωτική κατοχή ξένου εδάφους. Το δόγμα της «Γαλάζιας Πατρίδας» και η εργαλειοποίηση της Κύπρου στη γεωπολιτική αντιπαράθεση με την Ελλάδα και την ΕΕ αποδεικνύουν ότι η Άγκυρα δεν ενδιαφέρεται για λύση, αλλά για διατήρηση του ελέγχου και απονομιμοποίηση του κυπριακού κράτους.
Η Κύπρος, ωστόσο, δεν είναι διαπραγματεύσιμη περιουσία ούτε «σκάκι» στη γεωπολιτική σκακιέρα. Είναι ένα ανεξάρτητο, ευρωπαϊκό κράτος, με ιστορία, κυριαρχία και δικαίωμα να ζει χωρίς κατοχικά στρατεύματα και εξωτερικές επιβολές. Αντί η Τουρκία να φοβάται μήπως «καταλήξει σαν τον Αμπντουλχαμίτ», θα έπρεπε να ανησυχεί μήπως καταγραφεί η ίδια στη σύγχρονη ιστορία ως το κράτος που επιμένει να κρατά όμηρο ένα ευρωπαϊκό έθνος.






