Με μια πρώτη ματιά τα στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ στην ετήσια έρευνα οικογενειακών προϋπολογισμών για το 2024, δείχνουν ότι τα νοικοκυριά στην Ελλάδα ξοδεύουν περισσότερα από όσα βγάζουν.
Το 2024 η μέση ετήσια δαπάνη των νοικοκυριών σε τρέχουσες τιμές προσέγγισε τα 20.700 ευρώ. Με βάση τα τελευταία στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ (2024 με έτος αναφοράς το 2023) το μέσο ετήσιο διαθέσιμο εισόδημα των νοικοκυριών της χώρας ανήλθε στα 20.103 ευρώ. Προκύπτει δηλαδή μια ψαλίδα γύρω στα 600 ευρώ τον χρόνο.
Αυτό εξηγεί τόσο την αρνητική αποταμίευση, όσο και τις έρευνες κοινής γνώμης που δείχνουν ότι για την πλειονότητα των νοικοκυριών το εισόδημα τελειώνει πριν το τέλος κάθε μήνα.
Παράλληλα, από την έρευνα της ΕΛΣΤΑΤ προκύπτουν ενδιαφέροντα επί μέρους ευρήματα. Για παράδειγμα, ενώ οι δαπάνες αυξήθηκαν ονομαστικά κατά 3,6% σε σύγκριση με το 2023, το 2,6% το απορρόφησε ο πληθωρισμός. Σε σταθερές τιμές (2023) η αύξηση δαπανών είναι μόλις 1%. Για τα δε φτωχά νοικοκυριά, που δαπανούν το 56% του μηνιαίαιου προϋπολογισμού τους σε διατροφή και στέγαση, η επίπτωση του πληθωρισμού και των έμμεσων φόρων είναι πολλαπλάσια από ό,τι για τα πλουσιότερα. Ως αποτέλεσμα, οι ανισότητες μεταξύ πλούσιων και φτωχών παραμένουν και μάλιστα διευρύνονται σε σύγκριση με το 2023.
Ξοδεύουμε 4.117 ευρώ λιγότερα ετησίως από ό,τι πριν την κρίση
Παρά την αυξητική τους πορεία, οι δαπάνες των νοικοκυριών παραμένουν σημαντικά χαμηλότερες από ό,τι πριν την κρίση, αποτυπώνοντας την καθίζηση του βιοτικού επιπέδου την τελευταία 16ετία. Σε ονομαστικές τιμές η μέση ετήσια δαπάνη των νοικοκυριών είναι μειωμένη κατά 16,6% σε σύγκριση με το 2008.
Σε μηνιαίο επίπεδο ξοδεύουμε κατά μέσο όρο 343 ευρώ λιγότερα από ό,τι το 2008 (1724 ευρώ έναντι 2067 ευρώ). Σε ετήσιο επίπεδο η συρρίκνωση των δαπανών αντιστοιχεί σε 4.117 ευρώ. Δηλάδη όσο τέσσερις μέσοι καθαροί μισθοί (1.044 ευρώ το 2024)
Σε πραγματικούς όρους (με αποπληθωρισμένες τιμές) η μείωση των δαπανών είναι πολλαπλάσια. Αρκεί να λάβουμε υπόψιν ότι αθροιστικά ο πληθωρισμός το ίδιο διάστημα αυξήθηκε κατά 25,5% (με βάση τον μέσο ετήσιο Γενικό Δείκτη Τιμών Καταναλωτή), για να έχουμε μια εικόνα της πραγματικής συρρίκνωσης των δαπανών διαβίωσης.
Πού πληρώσαμε περισσότερα χρήματα, για λιγότερα αγαθά
Ένα δεύτερο ενδιαφέρον συμπέρασμα είναι ότι σε μια σειρά βασικών αγαθών, ιδίως στα τρόφιμα, τα νοικοκυριά αγόρασαν μικρότερες ποσότητες, ακόμα και αν δαπάνησαν περισσότερα χρήματα γι’αυτές.
Η πλέον χαρακτηριστική περίπτωση είναι η κατηγορία «έλαια και λίπη», για τα οποία δαπανήσαμε 12,6% περισσότερα χρήματα το 2024 σε τρέχουσες τιμές, από ό,τι το 2023.
Το ίδιο διάστημα μειώσαμε τη μέση μηνιαία κατανάλωση στο ελαιόλαδο κατά 14%, ενώ η τιμή του αυξήθηκε κατά μέσο όρο πάνω από 41% (με βάση το Δείκτη Τιμών Καταναλωτή της ΕΛΣΤΑΤ).
Επίσης, ενώ ξοδέψαμε 4,8% περισσότερα χρήματα σε φρούτα, μειώσαμε την κατανάλωση σε ποσότητα κατά -1,7%. Αντίστοιχα, για λαχανικά ξοδέψαμε κατά μέσο όρο 3,3% περισσότερα χρήματα, σε μηνιαία βάση, και μειώσαμε την ποσότητα κατά -0,8%.
Σημαντικά περιορίστηκε η κατανάλωση σε οινοπνευματώδη ποτά και τσιγάρα (-5,5% και -4,2%), ενώ οι δαπάνες έμειναν σταθερές.
Το ψωμί ψωμάκι
Σύμφωνα με την ΕΛΣΤΑΤ, το 2024 η μέση μηνιαία δαπάνη των νοικοκυριών για ψωμί, αλεύρι και δημητριακά μειώθηκε σε τρέχουσες τιμές κατά 0,8%, ποσοστό που αντιστοιχεί μόλις σε 40 λεπτά λιγότερα το μήνα. Η κατανάλωση όμως σε ψωμί και είδη αρτοποιίας μειώθηκε κατά -3,7%, ενώ αυξήθηκε οριακά η κατανάλωση σε ζυμαρικά (0,7%). Η μετατόπιση αυτή ερμηνεύεται εν μέρει και από τις αλλαγές στις καταναλωτικές συνήθειες, με τον «φούρνο της γειτονιάς» να υποχωρεί έναντι των franchise αρτοποιίας και των αποψυγμένων αρτοσκευασμάτων των σούπερ μάρκετ.
Μείωση κατανάλωσης
Σημαντική μείωση στην κατανάλωση σε ποσότητες παρουσιάζουν και άλλες κατηγορίες διατροφικών αγαθών, όπως το γάλα (-3,6%), τα αυγά (-5,6%). Συνολικά για γαλακτοκομικά και αυγά ξοδέψαμε περίπου 1 ευρώ λιγότερο το μήνα (-1,7%). Η μείωση, ειδικά στην κατανάλωση γάλακτος, συνδέεται σύμφωνα με αναλυτές της αγοράς με τις αλλαγές στο δημογραφικό και την αύξηση των νοικοκυριών χωρίς παιδιά ή με μόνο ένα παιδί. Άλλωστε μπορεί να μειώνουμε το γάλα, αλλά αυξάνουμε την κατανάλωση στο γιαούρτι, που το προτιμούν οι μεγαλύτερες ηλικίες.
Αλλαγές στο ενεργειακό μίγμα
Σε ό,τι αφορά τη μέση μηνιαία ποσότητα ενέργειας που καταναλώνεται στην κύρια κατοικία, αυξήσαμε σημαντικά την κατανάλωση ηλεκτρικού ρεύματος (8,3%). Αντίθετα μειώσαμε την κατανάλωση ενέργειας που προορίζεται κυρίως για θέρμανση: -16,2% στα στερεά καύσιμα (καυσόξυλα, πέλετ κλπ), -16,2% στο φυσικό αέριο, -14,8% στα υγρά καύσιμα (πετρέλαιο+).
Η αύξηση της κατανάλωσης ηλεκτρικής ενέργειας συνδέεται εν μέρει και με την άνοδο της μέσης θερμοκρασίας, αφού αυξάνεται αντίστοιχα η χρήση κλιματιστικού. Πλέον σχεδόν 8 στα 10 νοικoκυριά έχουν air condition, με το ποσοστό τους να αυξάνεται κάθε χρόνο).
Φτωχοί και μη φτωχοί
Η μέση μηνιαία ισοδύναμη δαπάνη του φτωχού πληθυσμού, είναι λιγότερη από το 1/3 της αντίστοιχης δαπάνης του μη φτωχού πληθυσμού. Συγκεκριμένα, όσοι διαβιούν κάτω από το κατώφλι της φτώχειας, έχουν μέση μηναία ισοδύναμη δαπάνη από αγορές 392 ευρώ το μήνα, έναντι 1.220 για τους μη φτωχούς.
Ως «ισοδύναμη δαπάνη» ορίζεται η συνολική δαπάνη του νοικοκυριού μετά τη διαίρεση με το ισοδύναμο μέγεθός του (προσαρμοσμένη δηλαδή όχι μόνο στον αριθμό των μελών αλλά και τη σύσταση του κάθε νοικοκυριού, ώστε να είναι πιο αντιπροσωπευτική).
Η ισοδύναμη δαπάνη σε αγορές διαφέρει από την τελική δαπάνη, που περιλαμβάνει την αξία αγαθών και υπηρεσιών που το νοικοκυριό έλαβε σε είδος (π.χ. από δική του παραγωγή, δικό του κατάστημα, από δωρεές, φίλους, συγγενείς ή από τον εργοδότη).
Τα τρόφιμα είναι το πλέον ανελαστικό έξοδο, με τον φτωχό πληθυσμό να δαπανά σε μηνιαία βάση το 55% των χρημάτων που δαπανά ο μη φτωχός πληθυσμός (132 ευρώ έναντι 241 ευρώ σε μέση ισοδύναμη δαπάνη). Οι φτωχοί ξοδεύουν τα μισά χρήματα για στέγαση από ό,τι οι μη φτωχοί (90 ευρώ το μήνα έναντι 180).
Για τον φτωχό πληθυσμό, από κάθε 10 ευρώ που δαπανά, σχεδόν τα 6 (57%) πηγαίνουν σε τρόφιμα και στέγαση. Ο μη φτωχός πληθυσμός δαπανά περίπου το ένα τρίτο των μηναίων εξόδων του (34%) σε τρόφιμα και στέγαση.
Οι δαπάνες του φτωχού πληθυσμού για υγεία, εκπαίδευση, αναψυχή πολιτισμό είναι το 25%, 12% και 8% αντίστοιχα όσων ξοδεύει ο μη φτωχός πληθυσμός.
Διευρύνονται οι ανισότητες
Το πλουσιότερο 20% του πληθυσμού ξοδεύει κατά μέσο όρο υπερπενταπλάσια χρήματα σε αγορές σε τρέχουσες τιμές από ό,τι το φτωχότερο 20% (5,68 φορές μεγαλύτερη μέση ισοδύναμη δαπάνη). Η ψαλίδα μεταξύ των φτωχότερων και των πλουσιότερων παραμένει στα ύψη, μάλιστα έχει αυξηθεί οριακά σε σύγκριση με το 2023 (από 5,64). Την ανισότητα μετριάζουν ελαφρώς οι τεκμαρτές δαπάνες – π.χ. η ιδιοκατανάλωση και τα «φιλέματα» σε είδος από συγγενείς και φίλους.
Το μερίδιο της μέσης ισοδύναμης δαπάνης για είδη διατροφής των νοικοκυριών του φτωχότερου 20% του πληθυσμού ανέρχεται στο 33,5% των συνολικών τους δαπανών. Αντίστοιχα, το πλουσιότερο 20% του πληθυσμού ξοδεύει το 12,7% του μηνιαίου προϋπολογισμού σε τρόφιμα.
Το 20% των φτωχότερων νοικοκυριών ξοδεύει το 22,4% του μηνιαίου προϋπολογισμού σε στέγαση. Το 20% των πλουσιότερων, δαπανά για στέγαση μόλις το 12% των μηνιαίων εξόδων του.
Από τα παραπάνω προκύπτει ότι ο πληθωρισμός «τρέχει» πιο γρήγορα για τα πιο φτωχά νοικοκυριά, που δαπανούν αναλογικά μεγαλύτερο μέρος των χρημάτων τους για τις βασικές ανάγκες διαβίωσης (τρόφιμα, στέγαση), από ό,τι τα μη φτωχά.
41% του 40% που πήγε να ψηφίσει.
Τώρα ούτε τα 3 δεν θα πάρετε όσο και να θέλατε
Και τα iPhone 17 ποιος τα αγοράζει; Τα ντελίβερυ οργώνουν τις φτωχογειτονιές της Αθήνας, σε ποιον πάνε;
Δώστε τα δώρα πίσω στο δημόσιο κλέφτες, όλα στη αγορά πηγαίνανε έτσι και αλλιώς.