Ο Ρόμπερτ Ρέντφορντ φορούσε όχι ένα, αλλά δύο στενά εσώρουχα κατά τη διάρκεια των ερωτικών σκηνών με την Μπάρμπρα Στρέιζαντ στην κλασική ταινία «Τα Καλύτερά μας Χρόνια» (The Way They Were) για να «προστατευτεί» από την ηθοποιό που ήταν «ξετρελαμένη» μαζί του, όπως αναφέρει ένα αποκαλυπτικό βιβλίο, αφιερωμένο στην κλασική ταινία. Ο θρύλος του Χόλιγουντ που έφυγε από τη ζωή χθες (16/9) σε ηλικία 89 ετών, ήταν απρόθυμος να συνεργαστεί με την 83χρονη σήμερα Στρέιζαντ και μάλιστα είχε αναγκαστεί να φορέσει «δύο αθλητικά μποξεράκια» πριν… κοιμηθεί για πρώτη φορά με τη συμπρωταγωνίστριά του.
Ο συγγραφέας Ρόμπερτ Χόφλερ αποκαλύπτει την ένταση και το δράμα μεταξύ των δύο σταρ στο βιβλίο με τίτλο: «The Way They Were: How Epic Battles and Bruised Egos Brought a Classic Hollywood Love Story to the Screen» (Tα καλύτερά μας χρόνια: Πώς οι επικές μάχες και οι πληγωμένοι εγωισμοί έφεραν στην οθόνη μια κλασική ιστορία αγάπης του Χόλιγουντ) που κυκλοφόρησε τον Ιανουάριο του 2023.
Το βιβλίο αποκαλύπτει λεπτομέρειες από την επεισοδιακή παραγωγή, τα γυρίσματα και το «μετά» της ρομαντικής ταινίας του 1973 που χάρισε στην Στρέιζαντ υποψηφιότητα για Όσκαρ Α’ Γυναικείου Ρόλου. Σύμφωνα με τον συγγραφέα, ο Ρέντφορντ αρχικά δεν ήθελε καν να συμπρωταγωνιστήσει με μια γυναίκα που δεν θεωρούσε «σοβαρή ηθοποιό», ενώ ήθελε να «προστατεύσει τον εαυτό του» καθώς ήταν παντρεμένος και ευτυχισμένος πατέρας τεσσάρων παιδιών.
Οι όροι που είχε θέσει ο Ρέντφορντ
Η Στρέιζαντ την ίδια ώρα ήταν «γοητευμένη» από τη φυσική ομορφιά του Ρέντφορντ και ήθελε απεγνωσμένα να σχετιστεί μαζί του. Φορούσε ακόμη και μπικίνι για την επίμαχη σκηνή του σεξ, αλλά ο Ρέντφορντ φόρούσε διπλά εσώρουχα και έδωσε μάχη για να είναι η σκηνή … «κατάλληλη», σύμφωνα με τον Χόφλερ. Η ταινία γυρίστηκε το 1972 όταν ο Ρέντφορντ ήταν 36 ετών και η Στρέιζαντ 30.
Ο Ρέντφορντ υποδύθηκε τον προνομιούχο Χάμπελ Γκάρντινερ με την πολιτικοποιημένη Εβραία Κέιτι Μορόσκι, την οποία ενσάρκωσε η Στρέιζαντ. Παρά τις διαφορές τους, οι χαρακτήρες παντρεύονται και μετακομίζουν στην Καλιφόρνια για να κυνηγήσουν το όνειρο του Χάμπελ να γίνει σεναριογράφος μέχρι να επανεμφανιστούν οι παλιές τους εντάσεις.
Ο Πόλακ έκανε τα πάντα για να τον πείσει, εγκαινιάζοντας μία πολύμηνη εκστρατεία «αδιάκοπης γοητείας» για να κάνει τον Ρέντφορντ να συμφωνήσει ή, όπως το έθεσε ο ίδιος ο σκηνοθέτης «Οκτώ μήνες τον ξυλοκοπούσαν μέχρι θανάτου για να τον κάνουν να το κάνει».
Δεν τη θεωρούσε «σοβαρή» ηθοποιό
Ένα από τα σημαντικότερα εμπόδια που έπρεπε να ξεπεράσει ήταν η απροθυμία του να συνεργαστεί με την Στρέιζαντ. Δεν πίστευε ότι ήταν «σοβαρή ηθοποιός» γιατί «δεν είχε δοκιμαστεί ποτέ» και παραπονιόταν οτι οι προηγούμενες ταινίες της ήταν «γλυκανάλατα» μιούζικαλ.
Υπήρξε διαφωνία ακόμη και μεταξύ του παραγωγού της ταινίας Ρέι Σταρκ και του Ρέντφορντ, με τον ηθοποιό να λέει ότι η ταινία ήταν «ένα ακόμη ταξίδι του Ρέι Σταρκ, δεν θέλω καν να το διαβάσω». Ο Σταρκ απέρριψε τον Ρέντφορντ ως «αχάριστο», αλλά ο Πόλακ πάλεψε για να τον κρατήσει στην ταινία. Τα πράγματα έφτασαν στο απροχώρητο όταν ο Σταρκ έθεσε στον Πόλακ τελεσίγραφο για να πάρει τον Ρέντφορντ ή θα έδινε το ρόλο σε κάποιον άλλο. Ο Ράιαν Ο’Νιλ ήταν ένα από τα πιθανά ονόματα που εξετάζονταν.
Μόνο τότε ο Ρέντφορντ συμφώνησε να το κάνει αφού του προσφέρθηκαν 1,2 εκατομμύρια δολάρια, σε αντίθεση με το 1 εκατομμύριο δολάρια που έλαβε η Στρέιζαντ, ένας ακόμη όρος που δέχθηκαν για να «κατευνάσουν τον εγωισμό του». Στη συνέχεια, όμως, αρνήθηκε να τη συναντήσει καθώς πίστευε «πολύ έντονα στην παραξενιά (μεταξύ των ηθοποιών) που δημιορυγεί τη χημεία σε μια ταινία», γράφει ο Χόφλερ.
Όταν τελικά συναντήθηκαν για δείπνο, η Στρέιζαντ «ξετρελάθηκε» αμέσως με τον συμπρωταγωνιστή της, τον οποίο σύμφωνα με τον Πόλακ, «λάτρευε ακόμη και πριν ξεκινήσουν». Ο Ρέντφορντ προσπάθησε να θέσει αυστηρά όρια και είπε στην Στρέιζαντ: «Εάν πρόκειται να συνεργαστούμε, πρέπει να έχεις κατά νου ότι οτιδήποτε σου πω για τον εαυτό μου θα γίνει εθελοντικά, γιατί θέλω να το μάθεις. Όχι επειδή πιστεύω ότι έχεις κάποιου είδους δικαίωμα να το ξέρεις».
Σύμφωνα με το βιβλίο, ο Στρέιζαντ αγαπούσε τους αρρενωπούς άντρες και το έντονο ύφος του Ρέντφορντ την τράβηξε ακόμα περισσότερο.. Η «μη συμβατική» χημεία μεταξύ των δύο πρωταγωνιστών ήταν ακριβώς αυτό που απαιτούσε η ταινία και όταν τελικά κάθισαν για την πρώτη τους ανάγνωση, ήταν σαν να έπεσε «κεραυνός» στο δωμάτιο.
Οι δυσκολίες στα γυρίσματα
Αλλά μετά από μερικές καθυστερήσεις της τελευταίας στιγμής, ο Ρέντφορντ δέχθηκε επίθεση από μια νυχτερίδα στο ράντσο του στη Γιούτα και χρειάστηκε να υποβληθεί σε επώδυνα αντιλυσσικά εμβόλια, ενώ ακολούθησαν και άλλες δυσκολίες και εμπόδια.
Αμέσως η Στρέιζαντ άρχισε να γίνεται φορτική στον Πόλακ και τον Ρέντφορντ κάνοντας «αδιάκοπες ερωτήσεις». Ο Ρέντφορντ θεωρούσε ότι η Στρέιζαντ απλώς «μιλούσε για τα πάντα μέχρι θανάτου». Έγινε γνωστός στα γυρίσματα για την «ακραία αδιαφορία» του, ενώ η Στρέιζαντ υπέφερε από «χρόνιο άγχος». Οι δύο πρωταγωνιστές είχαν επίσης μία ιδιορρυθμία: ήθελαν η αριστερή πλευρά του προσώπου τους να βρίσκεται στην κάμερα, κάτι που δημιούργησε προβλήματα σε πολλές σκηνές.
Όπως γράφει ο Χόφλερ, δεν ήταν ξεκάθαρο από την ταινία εάν ο Ρέντφορντ «πραγματικά συμμετέχει» και κανένας από τους χαρακτήρες δεν φαίνεται να φτάνει σε οργασμό. Ήταν μια απλή σκηνή, αλλά έγιναν «πολλές λήψεις» και μετά από λίγο ο Ρέντφορντ έχασε την υπομονή του, αφήνοντας τον Πόλακ να ενημερώσει την Στρέιζαντ: «Νομίζω ότι το καταλάβαμε».
Όταν ρωτήθηκε για τη σκηνή από τους δημοσιογράφους, ο Ρέντφορντ αστειεύτηκε ότι δεν υπήρχε «τίποτα αναμμένο εκτός από το ραδιόφωνο» κατά τη διάρκεια των γυρισμάτων. Η δεύτερη ερωτική σκηνή γυριστηκε με τους δυό τους να ταϊζουν ο ένας τον άλλον σταφύλια και, καθώς η θερμοκρασία ανέβαινε, ο Χάμπελ λέει στην Κέιτι: «Θα είναι καλύτερα αυτή τη φορά», ατάκα που ο Ρέντφορντ αρνήθηκε να πει.
Μόλις η ταινία έγινε επιτυχία, συζητήθηκε ένα σίκουελ, αλλά για άλλη μια φορά ήταν η απροθυμία του Ρέντφορντ που στάθηκε εμπόδιο. Επέμεινε ότι δεν είχε ποτέ κανένα ενδιαφέρον να γυρίσει δεύτερο μέρος, λέγοντας: «Δεν ήθελα, αλλά η Μπάρμπρα ήθελε».