Ο καύσωνας που έπληξε τη χώρα ολοκληρώθηκε τη Δευτέρα 28 Ιουλίου, μετά από 13 ημέρες αδιάκοπων υψηλών θερμοκρασιών, αποτελώντας έναν από τους μεγαλύτερους σε διάρκεια στην ιστορία των καταγραφών. Τα τελευταία τρία χρόνια έχουν καταγραφεί οι δύο μεγαλύτεροι καύσωνες, με αυτόν του 2025 να βρίσκεται στη δεύτερη θέση, σε επίπεδο διάρκειας και έντασης.
Σύμφωνα με τα δεδομένα του δικτύου αυτόματων μετεωρολογικών σταθμών του Εθνικού Αστεροσκοπείου Αθηνών/Meteo.gr, ο καύσωνας χαρακτηρίστηκε από δύο διακριτές φάσεις: η πρώτη, η οποία ξεκίνησε στις 14 Ιουλίου και κράτησε μέχρι τις 17 Ιουλίου, και η δεύτερη, πολύ πιο έντονη φάση που εκτυλίχθηκε από τις 20 μέχρι τις 28 Ιουλίου. Ενδιάμεσα, υπήρξε μια μικρή περίοδος 2 ημερών (18-19 Ιουλίου), κατά την οποία οι θερμοκρασίες επανήλθαν στα κανονικά επίπεδα για την εποχή.
Η κορύφωση της θερμότητας σημειώθηκε στις 25 Ιουλίου, όταν 362 μετεωρολογικοί σταθμοί κατέγραψαν θερμοκρασίες άνω των 37°C και 167 σταθμοί ξεπέρασαν τους 40°C. Στην ουσία, σχεδόν το σύνολο της χώρας επηρεάστηκε από θερμοκρασίες υπερβολικές για την εποχή, με τον καύσωνα να καταγράφεται ως μία από τις πιο εκτεταμένες και σφοδρές περιόδους ζέστης.
Η πιο υψηλή θερμοκρασία που καταγράφηκε ήταν 45,8°C στη Σκάλα Μεσσηνίας, φτάνοντας μόλις 0,6°C από το απόλυτο ρεκόρ των 46,4°C, που σημειώθηκε στον Γύθειο το 2023. Οι υψηλότερες θερμοκρασίες καταγράφηκαν σε περιοχές της Θεσσαλίας, της Πελοποννήσου, της Δυτικής Ελλάδας, της Ηπείρου, της Μακεδονίας, της Θράκης, αλλά και στη νότια Κρήτη, αποτυπώνοντας τη σφοδρότητα του καύσωνα.
Αξιοσημείωτο είναι το αποτύπωμα του καύσωνα στα αστικά κέντρα. Στην Αττική, για παράδειγμα, σε περιοχές της πρωτεύουσας, καταγράφηκαν ποσοστά όπου το 80% των ωρών από 20 έως 28 Ιουλίου οι θερμοκρασίες παρέμειναν πάνω από τους 30°C. Το φαινόμενο αυτό δείχνει την αδυναμία του περιβάλλοντος να «απαλύνει» τις υψηλές θερμοκρασίες ακόμα και κατά τη διάρκεια της νύχτας.
Άλλα μέρη, όπως η Θεσσαλία, η ανατολική Ρόδος και η νότια Κρήτη, παρουσίασαν αντίστοιχα, αλλά σε μικρότερα ποσοστά, συνεχείς ώρες με θερμοκρασίες πάνω από 30°C. Οι καταγραφές αυτές αναδεικνύουν τη μακροχρόνια πίεση που ασκείται στο φυσικό περιβάλλον, ενώ εντείνουν την ανησυχία για την αυξανόμενη συχνότητα και ένταση των καυσώνων λόγω της κλιματικής αλλαγής.