Μια νέα μελέτη από το UCLA Health αποκαλύπτει ότι η σύνδεση μεταξύ καρκίνου και καρδιοπαθειών μπορεί να είναι πιο στενή από ότι πιστεύαμε μέχρι σήμερα.
Οι ερευνητές εντόπισαν ότι συγκεκριμένοι καρδιολογικοί βιοδείκτες στο αίμα μπορεί να προδικάζουν την πιθανότητα μελλοντικής εμφάνισης καρκίνου, ακόμα και σε άτομα που δεν παρουσιάζουν ιστορικό ή συμπτώματα καρδιοαγγειακής νόσου.
Η έρευνα, που δημοσιεύθηκε στο περιοδικό JACC: Advances, έδειξε ότι ακόμη και μικρές αυξήσεις σε δύο γνωστούς καρδιολογικούς δείκτες – την υψηλής ευαισθησίας τροπονίνη Τ (hs-cTnT) και το νατριουρητικό πεπτίδιο (NT-proBNP) – συνδέονται με τον συνολικό κίνδυνο καρκίνου, με υψηλότερη συχνότητα σε συγκεκριμένους τύπους καρκίνου. Συγκεκριμένα, οι αυξημένες τιμές και των δύο δεικτών σχετίζονται με μεγαλύτερη πιθανότητα εμφάνισης καρκίνου του παχέος εντέρου, ενώ το NT-proBNP έχει συνδεθεί και με αυξημένο κίνδυνο καρκίνου του πνεύμονα.
«Αυτοί οι δείκτες είναι ήδη γνωστοί ως προγνωστικοί παράγοντες καρδιοαγγειακού κινδύνου, αλλά τα ευρήματα μας υποδεικνύουν ότι η προγνωστική τους αξία μπορεί να επεκτείνεται και στον καρκίνο», δήλωσε ο Δρ. Xinjiang Cai, καρδιολόγος και επικεφαλής της μελέτης. «Η υπόθεση ότι μικρές αυξήσεις σε δείκτες που σχετίζονται με την καρδιά μπορεί να υποδεικνύουν κίνδυνο καρκίνου σε άτομα χωρίς καρδιολογικά προβλήματα, τονίζει τη σύνδεση αυτών των δύο παθήσεων πέρα από τους ήδη γνωστούς κοινούς παράγοντες κινδύνου».
Η μελέτη βασίστηκε σε δεδομένα από 6.244 ενήλικες ηλικίας 45–84 ετών που συμμετείχαν στην Πολυεθνική Μελέτη Αθηροσκλήρωσης (MESA). Όλοι οι συμμετέχοντες ήταν ελεύθεροι από καρδιοαγγειακές παθήσεις και καρκίνο κατά την έναρξη της μελέτης (2000–2002) και παρακολουθήθηκαν για διάστημα κατά μέσο όρο 17,8 ετών, με τα περιστατικά καρκίνου να καταγράφονται μέσω των αρχείων νοσηλείας.
Οι ερευνητές μέτρησαν τα αρχικά επίπεδα των δύο βιοδεικτών και ανέλυσαν τη συσχέτιση με την εμφάνιση καρκίνου στη συνέχεια. Τα αποτελέσματα δείχνουν ότι οι εν λόγω βιοδείκτες μπορούν να συμβάλλουν στην πρόβλεψη κινδύνου και για τις δύο παθήσεις, καρδιολογικές και ογκολογικές, και να αξιοποιηθούν για πιο στοχευμένες στρατηγικές πρόληψης. «Τα ευρήματά μας μπορούν να γεφυρώσουν το κενό γνώσης ανάμεσα στην προληπτική καρδιολογία και την ογκολογία», σχολίασε ο Δρ. Cai.