Τέλος στην ζωή του έβαλε ο Matteo Formenti, ναυαγοσώστης στην Ιταλία, η σορός του οποίου εντοπίστηκε με σακούλα στο κεφάλι και τα χέρια του δεμένα σε δάσος κοντά στο Μπέργκαμο.
Η τύχη του άνδρα αγνοούνταν από την Δευτέρα και αναζητούνταν από την αστυνομία για ανθρωποκτονία από αμέλεια, μετά τον πνιγμό ενός παιδιού σε πισίνα ξενοδοχείου, την οποία επέβλεπε.
Ο Formenti ήταν ναυαγοσώστης στην Tintarella di Luna στο Castrezzato της επαρχίας της Μπρέσκια, όπου την Παρασκευή 20 Ιουνίου ένα παιδί 4 ετών, ο Michael, βρέθηκε στο νερό χωρίς σωσίβιο και μπρατσάκια και έχασε την ζωή του.
Δύο δρομείς που έτρεχαν στο δάσος εντόπισαν το πτώμα του. Το κεφάλι του ήταν μέσα σε μια σακούλα και τα χέρια του δεμένα με μια κλειδαριά ποδηλάτου.
«Μερικές φορές ο αυτόχειρας που επιλέγει αυτό το είδος θανάτου κυριεύεται από ένα ένστικτο επιβίωσης που τον οδηγεί να σκίσει την πλαστική σακούλα. Γι’ αυτό οι άνθρωποι καταφεύγουν στο να δέσουν τα χέρια τους», δήλωσε ένας ερευνητής στην ιταλική Repubblica.
«Θα πάω στη δουλειά», φέρεται να είχε πει στη μητέρα του τη Δευτέρα, την ημέρα που εξαφανίστηκε.
Η Valentina Di Mattei, ψυχολόγος, σε δηλώσεις της στη Repubblica ανέφερε ότι «όταν συμβαίνει μια τραγωδία με το θάνατο ενός παιδιού και ο επακόλουθος θάνατος ενός ενήλικα που συνδέεται με αυτό το γεγονός, μιλάμε για βαθύ ψυχολογικό τραύμα».
Στην περίπτωση του Formenti, εξηγεί, «μπορεί κανείς να υποθέσει, ωστόσο, ότι βίωσε μια τεράστια συναισθηματική επιβάρυνση: την τραγωδία που βίωσε στη δουλειά του, τον εντοπισμό του από τις αρχές, το ενδεχόμενο μιας συνεχιζόμενης έρευνας. Όλα αυτά μπορεί να τροφοδότησαν μια εμπειρία ενοχής, ντροπής, φόβου και μια βαθιά αίσθηση μοναξιάς. Σε ορισμένες περιπτώσεις, όταν αυτά τα συναισθήματα γίνονται αφόρητα και υπάρχει έλλειψη πόρων ή δικτύων υποστήριξης, το μυαλό μπορεί να οδηγηθεί σε μία άνευ επιστροφής καθοδική πορεία».
Η ψυχολόγος καταλήγει: «Δεν πρόκειται για ελαττώματα ή αδυναμίες, αλλά για ανθρώπινες αντιδράσεις σε εμπειρίες που υπερβαίνουν την ικανότητα του ατόμου για συγκράτηση και επεξεργασία. Γι’ αυτό είναι απαραίτητο όσοι εργάζονται σε περιβάλλοντα με υψηλό συναισθηματικό αντίκτυπο – όπως η εκπαίδευση, η υγεία ή η ασφάλεια – να έχουν πρόσβαση σε χώρους ψυχολογικής βοήθειας, όχι μόνο σε καταστάσεις έκτακτης ανάγκης, αλλά σε συχνή βάση».