Το ελληνικό τραπεζικό σύστημα, αν και συστημικά εύρωστο και με ενισχυμένη ρευστότητα, στερεί από τα νοικοκυριά της χώρας πρόσβαση σε δανειακή χρηματοδότηση, σε βαθμό που συνιστά πλέον όχι απλώς στρέβλωση, αλλά ξεκάθαρη εσωτερική αποδυνάμωση της οικονομικής βάσης του έθνους. Σύμφωνα με τα τελευταία συγκριτικά στοιχεία, ο συνολικός δανεισμός των ελληνικών νοικοκυριών ανέρχεται μόλις στο 39,3% του ΑΕΠ, ενώ ο μέσος όρος στην Ευρωζώνη είναι 51,8%. Η διαφορά αυτή των 12,5 ποσοστιαίων μονάδων ισοδυναμεί με ένα χρηματοδοτικό «κενό» της τάξης των 30 δισεκατομμυρίων ευρώ, αν ληφθεί υπόψη το μέγεθος του ελληνικού ΑΕΠ. Πρόκειται για χρήματα που, υπό φυσιολογικές συνθήκες, θα είχαν κατευθυνθεί στην ελληνική οικογένεια, στη στέγαση, στην κατανάλωση, στην ανακούφιση από τη συσσωρευμένη πίεση των τελευταίων ετών.
Ωστόσο, το πρόβλημα δεν εξαντλείται στην ποσότητα των δανείων, αλλά επιτείνεται από την ποιότητα των όρων χορήγησής τους. Η Ελλάδα συγκαταλέγεται στις πρώτες χώρες της Ευρώπης με τη μεγαλύτερη καθαρή διαφορά μεταξύ επιτοκίων δανείων και επιτοκίων καταθέσεων. Συγκεκριμένα, τα ελληνικά νοικοκυριά δανείζονται με επιτόκια κοντά στο 4,75%, την ώρα που οι τράπεζες τους δίνουν επιτόκιο μόλις 1,40% για τις καταθέσεις τους, δημιουργώντας ένα spread 3,35%. Στην Ευρωζώνη, το αντίστοιχο διάκενο είναι κατά μέσο όρο 0,94%. Το αποτέλεσμα είναι οι Έλληνες δανειολήπτες να επιβαρύνονται σχεδόν τέσσερις φορές περισσότερο από τους ευρωπαίους συμπολίτες τους για κάθε ευρώ που δανείζονται, ενώ ταυτόχρονα βλέπουν τις αποταμιεύσεις τους να απαξιώνονται.
Παρά τη ρητορική για «ισχυρή ανάκαμψη» και «στήριξη της πραγματικής οικονομίας», οι ελληνικές τράπεζες συνεχίζουν να λειτουργούν με κριτήριο την απόδοση κεφαλαίων και την υπερ-κερδοφορία, όχι την εξυπηρέτηση του κοινωνικού και εθνικού συμφέροντος. Αυτό επιβεβαιώνεται από δείκτες όπως ο δείκτης κόστους προς έσοδα, που στην Ελλάδα βρίσκεται στο 34,2%, έναντι 60,3% στην Ευρωζώνη, και από την υπερβάλλουσα ρευστότητα, όπως ο δείκτης κάλυψης ρευστότητας (LCR), που φτάνει το 206,8%, από τους υψηλότερους στην ΕΕ. Δηλαδή, οι ελληνικές τράπεζες διαθέτουν επαρκή ρευστότητα, αλλά δεν τη μετατρέπουν σε δάνεια προς τα νοικοκυριά και τις μικρές επιχειρήσεις, επιλέγοντας την τοποθέτηση των κεφαλαίων τους σε ασφαλέστερα και πιο κερδοφόρα προϊόντα, εις βάρος της εσωτερικής οικονομίας.
Η συνέπεια είναι ορατή σε όλα τα επίπεδα της κοινωνίας: νέοι άνθρωποι αδυνατούν να αποκτήσουν δική τους στέγη, οι οικογένειες ασφυκτιούν από την έλλειψη φθηνής χρηματοδότησης, και η ελληνική κοινωνία διατηρείται τεχνητά σε κατάσταση εξάρτησης, δισταγμού και αδράνειας. Είναι πλέον φανερό ότι απαιτείται εθνική πολιτική παρέμβαση. Η επιβολή ανώτατου ορίου στο τραπεζικό spread δανείων–καταθέσεων, καθώς και η ενεργοποίηση εναλλακτικών μορφών χρηματοδότησης για τα νοικοκυριά, αποτελούν ελάχιστα βήματα που πρέπει να υιοθετηθούν άμεσα.
Το τραπεζικό σύστημα δεν μπορεί να συνεχίσει να λειτουργεί ως μηχανισμός απομύζησης των αδυνάτων και πολλαπλασιαστής κερδών για λίγους. Χρειάζεται μια στροφή προς ένα χρηματοπιστωτικό πρότυπο που να υπηρετεί το έθνος. Οι Έλληνες αξίζουν πρόσβαση σε δίκαιη χρηματοδότηση, όπως απολαμβάνουν τα ευρωπαϊκά νοικοκυριά.