Ο Καναδάς, γνωστός για την παραδοσιακή του φιλοξενία προς τους μετανάστες, έχει προχωρήσει στην παρουσίαση ενός νομοσχεδίου που περιλαμβάνει σημαντικές αλλαγές στις διαδικασίες ασύλου και μετανάστευσης.
Οι νέες διατάξεις στοχεύουν στη ρύθμιση ορισμένων αιτήσεων ασύλου, παρέχοντας ταυτόχρονα στις Αρχές περισσότερες εξουσίες για την αναστολή της επεξεργασίας των αιτήσεων που σχετίζονται με τη μετανάστευση.
Επιπλέον, το νομοσχέδιο περιλαμβάνει μέτρα που θα ενισχύσουν τις δυνατότητες της αστυνομίας για την παρακολούθηση των κοινών συνόρων του Καναδά με τις Ηνωμένες Πολιτείες. Αυτές οι ρυθμίσεις αποσκοπούν στην ενίσχυση της ασφάλειας και της διαχείρισης των συνόρων, ανταγωνιζόμενες τις προκλήσεις που προκύπτουν από τη μεταναστευτική ροή.
Μια από τις πιο αμφιλεγόμενες πτυχές του νομοσχεδίου είναι η πιθανή απαγόρευση υποβολής αίτησης ασύλου σε άτομα που βρίσκονται στον Καναδά για περισσότερο από ένα έτος. Αυτή η διάταξη έχει προκαλέσει ανησυχίες σχετικά με τα δικαιώματα των προσφύγων και την πρόσβαση στη διαδικασία ασύλου, καθώς μπορεί να περιορίσει τη δυνατότητα πολλών ανθρώπων να ζητήσουν προστασία.
Σύμφωνα με την ισχύουσα νομοθεσία, οι πρόσφυγες μπορούν να ζητήσουν άσυλο στον Καναδά είτε όταν φτάνουν σε μια πύλη εισόδου, όπως ένα αεροδρόμιο, είτε όταν βρίσκονται ήδη στον Καναδά, χωρίς περιορισμούς ως προς το πόσο καιρό μπορούν να παραμείνουν στη χώρα πριν το ζητήσουν.
Οι νέοι κανόνες θα αποκλείουν την υποβολή αιτήσεων ασύλου από όσους βρίσκονται στον Καναδά για πάνω από ένα έτος, καθιστώντας τους ενδεχομένως αντικείμενο απέλασης.
Θα απαιτούν επίσης από τα άτομα που εισέρχονται στον Καναδά από τις ΗΠΑ βάσει της Συμφωνίας Ασφαλούς Τρίτης Χώρας (συμφωνία που απαιτεί από τους μετανάστες να ζητούν άσυλο στην πρώτη «ασφαλή» χώρα στην οποία φτάνουν, είτε τις ΗΠΑ είτε τον Καναδά) να υποβάλουν αίτηση στον Καναδά εντός 14 ημερών για να εξεταστεί. Όσοι δεν τηρούν αυτές τις προθεσμίες θα μπορούν ακόμη να υποβληθούν σε αξιολόγηση κινδύνου που θα καθορίζει εάν η ασφάλειά τους κινδυνεύει εάν απομακρυνθούν.
Ο νόμος δίνει επίσης στην κυβέρνηση την εξουσία να αναστέλλει εντελώς την επεξεργασία νέων αιτήσεων «για θέματα δημόσιας υγείας και εθνικής ασφάλειας».
Το νομοσχέδιο, έκτασης 127 σελίδων, θα επεκτείνει την εξουσία της κυβέρνησης να ανοίγει την αλληλογραφία για την προώθηση ποινικής έρευνας και θα εισάγει περιορισμούς στις συναλλαγές σε μετρητά άνω των 10.000 δολαρίων Καναδά (6.400 ευρώ) και στις καταθέσεις μετρητών από ένα άτομο σε λογαριασμό άλλου.
Η υπουργός Μετανάστευσης του Καναδά Λένα Ντιάμπ δήλωσε ότι ο νόμος για τα ισχυρά σύνορα έχει ως στόχο να περιορίσει το οργανωμένο έγκλημα και τη ροή ναρκωτικών και όπλων, ενώ παράλληλα θα ενισχύσει την «ακεραιότητα» του μεταναστευτικού συστήματος της χώρας.
Το νομοσχέδιο, όπως σημειώνει το BBC, έρχεται εν μέσω αυξανόμενων πιέσεων προς τον Καναδά να περιορίσει τη μετανάστευση, καθώς η χώρα αντιμετωπίζει, μεταξύ άλλων, και κρίση στέγασης.
Η προηγούμενη κυβέρνηση του πρωθυπουργού Τζάστιν Τριντό βασίστηκε σε φιλόδοξους στόχους μετανάστευσης για να τροφοδοτήσει την οικονομική ανάπτυξη. Κατά τη θητεία της καταγράφηκε απότομη αύξηση των ανθρώπων που εισέρχονται στη χώρα ως προσωρινοί εργαζόμενοι και φοιτητές. Αυξήθηκαν σημαντικά και οι αιτήσεις ασύλου, με κάποιους να περιμένουν έως και δύο χρόνια για την εκδίκαση της υπόθεσής τους.
Ο πρωθυπουργός Μαρκ Κάρνεϊ, ο οποίος κέρδισε τις εκλογές τον Απρίλιο, υποσχέθηκε να αντιμετωπίσει τα «μη βιώσιμα» επίπεδα μετανάστευσης στη χώρα.