«Νενίκηκά σε, Σολομών»
Άγγελος εμφανίστηκε στον αυτοκράτορα σε ένα όραμα και του υπέδειξε ότι πρέπει η αψίδα να είναι τριπλή -όπως τελικά έγινε- σε αναγνώριση της Αγίας Τριάδας
Ένας άγγελος, έλεγαν, με τη μορφή νεαρού αγωγιάτη, είχε οδηγήσει αρκετά μουλάρια μέσα σε μυστικές σπηλιές και τα είχε φέρει πίσω με τα πανέρια φορτωμένα χρυσάφι…
Η ιστορία της Αγίας Σοφίας μας πάει πίσω, σε μια αδιάρρηκτη αλυσίδα, μέχρι τον ίδιο τον Κωνσταντίνο…
Η Αγία Σοφία θεμελιώθηκε το 326, στη θέση ενός ειδωλολατρικού ναού. Στα εγκαίνια ήταν παρών ο Κωνσταντίνος, ο οποίος είχε επιστρέψει από τη Σύνοδο της Νίκαιας λίγους μήνες νωρίτερα.
Αφιερώθηκε στη Θεία Σοφία, τη Σοφία του Λόγου ή το Λόγο του Θεού δηλαδή στον ίδιο το Χριστό.
Όταν, το έτος 532, καταστράφηκε από πυρκαγιά, ο αυτοκράτορας Ιουστινιανός αποφάσισε να την αποκαταστήσει σε βαθμό μεγαλοπρέπειας πρωτόγνωρο: Να δημιουργήσει ένα οικοδόμημα που θα ήταν η εξιλέωση για κάθε παράπτωμα και αμαρτία του ως ηγεμόνα.
Ένα ναό που θα θύμιζε την κατατρόπωση της αταξίας και της εξέγερσης, και την έλευση της ειρήνης και της ηρεμίας στην πρωτεύουσα και την αυτοκρατορία.
Η κεντρική είσοδος της Αγίας Σοφίας στο τέλος του 19ου αιώνα
Ένα ναό που θα ενσάρκωνε τη δόξα του και που οι επόμενες γενιές θα τον αντίκριζαν σαν θαλερό μνημείο της βασιλείας του. Ένα ναό που θα τιμούσε και τη μνήμη της αυτοκράτειρας του, Θεοδώρας, εκείνης που με τη γενναιοφροσύνη της είχε σώσει το θρόνο που κινδύνευε, εκείνης που η εικόνα της βρισκόταν αποτυπωμένη μαζί με τη δική του πάνω σε κάθε νόμισμα και που το όνομα της έστεκε πλάι στο δικό του πάνω σε κάθε διάταγμα. Θα ήταν ένας ναός αντάξιος των ιδρυτών του και – όσο μπορούσαν να εξασφαλίσουν η τέχνη των ανθρώπων και οι δυνατότητες, που έμοιαζαν τώρα να προσφέρονται απεριόριστες – αντάξιος του Σωτήρα για τη λατρεία του οποίου προοριζόταν.
Μεγάλος αρχιτέκτονας
Ως κύριος αρχιτέκτονας για την κατασκευή της Αγίας Σοφίας επιλέχθηκε ο Ανθέμιος από τις Τράλλεις, ο ικανότερος, όπως λέγεται, αρχιτέκτονας και μηχανικός του αιώνα. Πρώτος απ’ όλους τους Έλληνες χρησιμοποίησε τη δύναμη του ατμού «ένας άνδρας» λέει ο Αγαθίας «ικανός να μιμηθεί σεισμούς και κεραυνούς».
Συνεργάτες του ήταν ο Ισίδωρος από τη Μίλητο και ο Ιγνάτιος, που είχε αποκαταστήσει τον Αυγουστεώνα, αρχιτέκτονες σχεδόν ισάξιοι του Ανθέμιου σε ικανότητα και φήμη. Ειπώθηκε ότι ένας άγγελος αποκάλυψε στον αυτοκράτορα τα σχέδια της Αγίας Σοφίας μέσα σε όνειρο, όχι βέβαια στο σύνολο τους και με κάθε λεπτομέρεια, αλλά εκείνη τη μοναδική ιδέα, την κύρια σύλληψη, που οι αρχιτέκτονες αργότερα θα ανέπτυσσαν και θα της έδιναν μορφή. Κι αυτή ήταν η ιδέα ενός τρούλου, που θα είχε τη μεγαλύτερη δυνατή διάμετρο, που θα ήταν τμήμα του μεγαλύτερου δυνατού κύκλου, θα υψωνόταν σε ιλιγγιώδες ύψος και θα υποβασταζόταν από όσο το δυνατόν λιγότερα στηρίγματα. Η αποκάλυψη δεν βρισκόταν στην απλή σύλληψη ενός τρούλου – που δεν αποτελούσε νέα ιδέα, έστω κι αν στη συνέχεια μονοπωλήθηκε σχεδόν από μία και μοναδική σχολή – αλλά στο τελειότερο συνταίριασμα όλων αυτών των όρων.
Ο Ανθέμιος δεν θα ανέπτυσσε απλώς ένα ήδη υπάρχον σύστημα ούτε και θα γινόταν ταπεινός αντιγραφέας του. Η βυζαντινή αρχιτεκτονική με το έργο αυτό θα έφτανε στην πλήρη ακμή της σχεδόν μονομιάς. Η Αγία Σοφία ήταν «ταυτόχρονα προάγγελος και υπέρτατη έκφραση ενός νέου ρυθμού».
Μια υπέροχη δημιουργία
Σ’ όλη την αυτοκρατορία στάλθηκαν προκηρύξεις για το έργο που είχε ξεκινήσει ο Ιουστινιανός και καλούσαν πιστούς και ευσεβείς να συνεισφέρουν. Πατριωτισμός, προσωπική φιλοδοξία, επιθυμία για την εύνοια του αυτοκράτορα, ελπίδα για προβιβασμό, όλα αυτά, συνταιριασμένα με ειδωλολατρική σχεδόν δεισιδαιμονία και γνήσια ευσέβεια, εξασφάλισαν τη μέγιστη δυνατή ανταπόκριση. Αφού αναφερόμαστε στην Αγία Σοφία του Ιουστινιανού λογικό είναι οι αδρές γραμμές να αποτυπώνουν τη δική του δόξα. Είναι όμως περισσότερο προϊόν και δημιούργημα ενός λαού που βίωνε την καλύτερη στιγμή του, την χρυσή εποχή του. Είναι η έκρηξη ενθουσιασμού ενός ολόκληρου αιώνα παρά η αργή οικοδόμηση αυτοκρατορικής ισχύος. Σ’ αυτό το κτίσμα τότε επικεντρώθηκαν σχεδόν όλα, και έτσι παραμένει από τότε. Είναι όλη η ψυχή της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας.
Το εσωτερικό της απασχόλησε επανειλημμένα τους βυζαντινούς αρχιτέκτονες
Συνεισφορές έρχονταν από την Ευρώπη, την Ασία, την Αφρική, ακόμη και από τις πιο απομακρυσμένες επαρχίες. Οι πλούσιοι έδιναν από το περίσσευμα τους. Ήταν όμως πολλές κι οι φτωχές χήρες που έδωσαν ό,τι είχαν και δεν είχαν. Αυτοκρατορικοί, εθνικοί, ιδιωτικοί θησαυροί έρρεαν σαν ποτάμι καθώς το έργο προχωρούσε. Όταν οι επίγειοι πόροι δεν αρκούσαν, η εξ ουρανού βοήθεια δεν έλειπε. Ένας άγγελος, έλεγαν, με τη μορφή νεαρού αγωγιάτη, είχε οδηγήσει αρκετά μουλάρια μέσα σε μυστικές σπηλιές και τα είχε φέρει πίσω με τα πανέρια φορτωμένα χρυσάφι. Ο ίδιος ο Ιουστινιανός είχε καταπιαστεί με το χτίσιμο του ναού, πλάι στους εργάτες. Ο μύθος αναφέρει ότι οι αγγελικοί αρωγοί ήταν ακούραστοι, όπως κι εκείνος. Τη νύχτα, όταν κοιμόνταν όλοι καταπονημένοι από την εντατική δουλειά – εκτός απ’ τους φρουρούς – οι τοίχοι εξακολουθούσαν να υψώνονται από αόρατα χέρια.
Θαυματουργές επεμβάσεις
Κάποτε, την ώρα που οι εργάτες ξεκουράζονταν στη μέση της ημέρας, ένας άντρας με λευκή ενδυμασία εμφανίστηκε ξαφνικά στο αγόρι που φύλαγε τα εργαλεία τους και του είπε να ξαναφωνάξει γρήγορα τους άντρες στη δουλειά τους. Το αγόρι δίσταζε να αφήσει το πόστο του και τότε ο ξένος του είπε προσπαθώντας να τον πείσει: «Θα μείνω εγώ εδώ ώσπου να γυρίσεις». Ο μικρός έτρεξε να ειδοποιήσει τους εργάτες αλλά, πριν επιστρέψει, κάποιος είπε την ιστορία στον αυτοκράτορα. Εκείνος αποφάνθηκε ότι ο λευκοντυμένος ξένος ήταν άγγελος. Έδωσε στο αγόρι πολλά χρήματα και το έστειλε αμέσως σε μια μακρινή επαρχία της αυτοκρατορίας, αφού πρώτα τον έβαλε να ορκιστεί ότι ποτέ δεν θα γυρνούσε πίσω. Οι κατώτερες τάξεις πιστεύουν ότι, κάπου γύρω από την Αγία Σοφία, ο άγγελος που ξεγελάστηκε προσμένει ακόμα το αγόρι να γυρίσει.
Πίστευαν ότι κάποια ουράνια μουσική ψυχαγωγούσε τους εργάτες όταν κουράζονταν. Ο αυτοκράτορας δεν παρέλειπε να βλέπει σημαδιακά όνειρα όταν υπήρχε αμφιβολία ως προς κάποια ακανθώδη λεπτομέρεια. Έτσι, όταν οι αρχιτέκτονες δεν συμφωνούσαν κάποια στιγμή για το σχήμα της αψίδας, ένας άγγελος εμφανίστηκε στον αυτοκράτορα σε ένα όραμα και του υπέδειξε ότι πρέπει να είναι τριπλή -όπως τελικά έγινε- σε αναγνώριση της Αγίας Τριάδας. Οι τόσοι θρύλοι, που ακόμη διαφυλάσσονται με αγάπη και επαναλαμβάνονται, «αποδεικνύουν», όπως λέει ο Bayet, «πως αυτό το τεράστιο έργο πέρασε μέσα στη λαϊκή φαντασία».
«Νενίκηκά σε, Σολομών !»
Ο ναός ήταν έτοιμος για καθιέρωση στις 24 Δεκεμβρίου του 537. Η μεγάλη λιτανεία ξεκίνησε από το ναό της Αγίας Αναστασίας, πέρασε μεγαλόπρεπα δίπλα από τον Ιππόδρομο και το Μεγάλο Ανάκτορο, μέσα από τον Αυγουστεώνα και κατευθύνθηκε στη νότια πύλη του εσωτερικού νάρθηκα. Εκεί, ο Ιουστινιανός έβγαλε το στέμμα του – μόνο τότε με τόση ευχαρίστηση – και το απέθεσε στα χέρια του πατριάρχη Μηνά. Κατόπιν, μόνος του, διάβηκε την κεντρική πύλη και, πάλι μόνος, προχώρησε μέχρι τον άμβωνα. Με ψυχή γεμάτη από το μεγαλείο που εκπληρώθηκε και από απέραντη ευγνωμοσύνη, αναφώνησε τα λόγια που δεν θα σβήσουν ποτέ από τη μνήμη όσο αντέχει η Αγία Σοφία. Τα είπε μάλιστα τόσο μεγαλόφωνα ώστε κι αυτοί που δεν είχαν περάσει το κατώφλι τα άκουσαν: «Ας είναι δοξασμένος ο Θεός που με αξίωσε να κάμω αυτό το έργο. Νενίκηκά σε, Σολομών». Την ώρα που μιλούσε είχε σταθεί δίπλα σε ένα μεγαλειώδες ψηφιδωτό το οποίο απεικόνιζε το Σολομώντα να κοιτά γύρω του με απορία και θαυμασμό.
Δεξιά και αριστερά της κεντρικής Πύλης βυζαντινές ορθομαρμαρώσεις με ένθετα σχέδια
Στο παρελθόν, η είσοδος από όπου έμπαινε ο βυζαντινός αυτοκράτορας με τη φρουρά του, όταν διέσχιζε το Αυγουσταίο
Εκείνη την ημέρα όλος ο πληθυσμός της πρωτεύουσας γιόρτασε με έξοδα του αυτοκράτορα. Επιπλέον, 30.000 μεζούρες στάρι και εκατοντάδες κιλά χρυσάφι μοιράστηκαν στους φτωχούς. Το πρωί των Χριστουγέννων ο ναός άνοιξε για να μπορέσει να εκκλησιαστεί το κοινό. Οι ευχαριστίες και οι πανηγυρισμοί κράτησαν δύο εβδομάδες περίπου.
Ολόκληρη η κατασκευή που τώρα στεκόταν μεγαλειώδης κι ολοκληρωμένη, είχε αναδυθεί από τις στάχτες της σε διάστημα μικρότερο από έξι χρόνια , χρόνος εκπληκτικά σύντομος. Τέτοιο επίτευγμα, δηλαδή το να υλοποιηθεί τόσο γρήγορα, θα είχε σταθεί αδύνατο αν η ευσεβής συνεισφορά του έθνους δεν ήταν αντάξια εκείνης του αυτοκράτορα. Ο ναός του Αγίου Πέτρου στη Ρώμη χρειάστηκε 120 χρόνια για την ανέγερση του, του Αγίου Παύλου στο Λονδίνο 35 χρόνια, η Νοτρ Νταμ στο Παρίσι 72 χρόνια, ο Καθεδρικός του Μιλάνου πάνω από 500 χρόνια, ο Καθεδρικός της Κολονίας 615 χρόνια. Είναι σίγουρα εκπληκτικό το πως η Αγία Σοφία, που ολοκληρώθηκε αιώνες πριν αυτοί οι σεβάσμιοι χριστιανικοί ναοί ξεκινήσουν καν, δεν χρειάστηκε ούτε έξι χρόνια!
Το σέβας των Οθωμανών
Οι Οθωμανοί τρέφουν μεγάλο σεβασμό και βαθύτατη υπόληψη για την Αγία Σοφία. Σ’ αυτό ακολουθούν, άλλωστε, το παράδειγμα του επιφανούς Πορθητή, ο οποίος εκεί πρωτότρεξε μετά τη νίκη που με μόχθο είχε αποσπάσει και του οποίου η πρώτη επίσημη πράξη στην πρωτεύουσα που με τόσο αίμα είχε κατακτήσει ήταν η μετατροπή της Αγίας Σοφίας σε τζαμί. Είναι η μόνη απ’ όλες τις εκκλησίες που υπέκυψαν στο Ισλάμ, η οποία διατηρεί ακόμη το χριστιανικό της όνομα, και την οποία οι μουσουλμάνοι αποκαλούν Άγια Σόφια.
Παρ’ όλες τις προσπάθειες μεταμόρφωσης της Αγίας Σοφίας, τα χριστιανικά της χαρακτηριστικά θα απαλειφθούν μόνο με την καταστροφή της. Η ίδια της η κατασκευαστική δομή δεν υποκύπτει στις απαιτήσεις του ισλαμικού τελετουργικού. Μοιάζει με έναν περήφανο αιχμάλωτο που, σιωπηρά, με αστείρευτη υπομονή αλλά και απίστευτη επιμονή, δεν παύει να αντιστέκεται στις αλυσίδες του. Οι μακριές σειρές των χαλιών της προσευχής πάντοτε απλώνονται στο δάπεδο σε διαγώνιες γραμμές, συχνά άσχετες με την αρμονία του χώρου. Για να κοιτάζουν προς τη Μέκκα, οι πιστοί αναγκάζονται να προσκυνούν στραμμένοι σε μια άβολη κατεύθυνση, προς τη γωνία της εκκλησίας.
Η μορφή του Χριστού παραμένει
Στην αιχμάλωτη εκκλησία ο χριστιανός, ενοχλημένος από τις αραβικές επιγραφές και τις οθωμανικές παραδόσεις, νιώθει πόνο και νοσταλγία για κάτι που του ανήκει. Η αειθαλής αρχιτεκτονική μεγαλοπρέπεια και οι αόρατες μνήμες του παρελθόντος δεν είναι αρκετές. Αν όμως κατέβει το νότιο υπερώο και, μέσα από τις έξι κιονοστοιχίες αφήσει τη ματιά να ανέβει κατά τη θολωτή σκεπή πάνω απ’ τα πέντε παράθυρα της κεντρικής αψίδας, εκεί, στην αχνή μισοκαλυμμένη επιφάνεια, θα διακρίνει την ψηφιδωτή μορφή ενός τεράστιου Χριστού. Θα ξεχωρίσει τα μαλλιά, το μέτωπο, τα πράα μάτια του Σωτήρα και το αχνό περίγραμμα της μορφής του. Το δεξί χέρι, με γλυκύτητα, «όπως τότε που με αγάπη και πραότητα περπάταγε στη γη», είναι ακόμη απλωμένο σε μια ανείπωτη ευλογία και, με την κίνηση του, μοιάζει να αγκαλιάζει τον άγνωστο επισκέπτη. Μέσα στις σκιές, νιώθει κανείς πως ο Χριστός στέκει ακοίμητος φρουρός πάνω από τους ανθρώπους του.
megarevma.net