«Ποτέ κανένα έγκλημα δεν μπορεί να δικαιολογηθεί με λογικά επιχειρήματα». Η φράση αυτή του Ρωμαίου ιστορικού, Τίτου Λίβιου, αποτυπώνει όλα όσα θα διαβάσετε στις επόμενες γραμμές
του Αστυνομικού συντάκτη Κώστα Παπαδόπουλου
Εγκλήματα πάθους, μίσους ή παράνοιας, όπως κι αν τα χαρακτηρίσει κανείς, είναι αυτές οι έξι φρικτές δολοφονίες συζύγων.
Ιστορίες που συγκλόνισαν την Ελλάδα, που για ημέρες βρίσκονταν στα πρωτοσέλιδα των εφημερίδων, στα δελτία και τις εκπομπές των καναλιών.
Από τη δολοφονία της Ζωής Γαρμανή, που βρέθηκε τεμαχισμένη σε 11 κομμάτια, μέχρι τον στραγγαλισμό και το φρεζάρισμα της Ανθής Λινάρδου, οι ιστορίες που θα διαβάσετε δείχνουν συγκλονίζουν ακόμη και τον πλέον ψύχραιμο αναγνώστη.
Ζευγάρια που έζησαν θυελλώδεις έρωτες (όπως ο Παναγιώτης Φραντζής με την Ζωή Γαρμανή), που μπήκε ανάμεσα τους ένα τρίτο πρόσωπο (όπως στην περίπτωση της Κάτιας και του Χρήστου Κολιτσόπουλου), που βρέθηκαν μαζί από ανάγκη για δύο δεκαετίες (όπως η Αθανασία και ο Νίκος Αγγελινός), αλλά που όλα είχαν την ίδια κατάληξη…
Τον έναν από τους δύο συζύγους νεκρό με φρικαλέο τρόπο και τον άλλο να καταλήγει στη φυλακή…
Έρωτας, πάθος, μίσος, εκδίκηση, ζήλια.
Συναισθήματα που κατέκλυσαν ανθρώπους της διπλανής πόρτας και τους οδήγησαν σε πράξεις που η λογική δεν μπορεί να εξηγήσει…
Αθανασία Αγγελινού: «Με βασάνιζε και με έδερνε, γι’ αυτό έκανα ό,τι έκανα…»
«Εφόνευσε με κασμά τον σύζυγον της την ώρα που εκοιμάτο εις το σπίτι. Η δράστις ισχυρίζεται ότι ο φονευθής την ηπατά με άλλας γυναίκας και την εκακοποιηούσε». Ο τίτλος αυτός ανήκει σε εφημερίδα του 1960 και περιγράφει μέσα σε λίγες γραμμές ένα από τα πιο άγρια εγκλήματα που έγιναν ποτέ στον τόπο μας. Μάλιστα, η δράστιδα ήταν μία από τις μόλις τέσσερις γυναίκες στην Ελλάδα που βρέθηκαν απέναντι στο εκτελεστικό απόσπασμα στο Γουδί…
Σε ένα μεσοαστικό σπίτι στην Πεύκη (σ.σ. εκείνη την εποχή η περιοχή ήταν γνωστή ως Μαγκουφάνα, όνομα που προέρχεται ετυμολογικά από την παραφθορά του ονόματος της βυζαντινής οικογένειας Μαγκαφά) η 52χρονη τότε Αθανασία Αγγελινού θα κόψει το νήμα της ζωής του 51χρονου συζύγου και μακρινού της εξαδέλφου, Νίκου Αγγελινού, μετά από 20 χρόνια γάμου. Το ημερολόγιο γράφει 25 Ιουνίου 1960 και οι αποκαλύψεις των επόμενων ημερών θα συγκλονίσουν το πανελλήνιο…
Το μοιραίο βράδυ ο Νίκος Αγγελινός, οδηγός λεωφορείου στο επάγγελμα, ξαπλώνει από νωρίς καθώς την επομένη πρέπει να σηκωθεί νωρίς γιατί είχε βάρδια. Στο τραπέζι της κουζίνας η σύζυγος του έχει βάλει -όπως συνήθιζε- ένα φλιτζάνι για τον καφέ, βούτυρο, μαρμελάδα και δύο φέτες ψωμί, για να φάει το πρωί ο άντρας της πριν φύγει για τη δουλειά. Όλα έδειχναν φυσιολογικά, με το ζευγάρι να έχει επανασυνδεθεί μετά την αίτηση που διαζυγίου που είχε κάνει -πράγμα ανήκουστο για την εποχή- καθώς δεν συμφωνούσε στο ποσό της διατροφής. Η Αθανασία ξάπλωσε κι αυτή, ωστόσο, δεν κοιμήθηκε. Είχε άλλα σχέδια στο μυαλό της…
Με τον σύζυγό της κοιμισμένο για τα καλά, βγάζει από τη ντουλάπα έναν γκασμά που είχε κρυμμένο, τον πλησιάζει κι αρχίζει να τον χτυπά με μένος στο κεφάλι. Ο 51χρονος ξυπνά, προσπαθεί να αμυνθεί, αλλά δεν έχει καμία τύχη. Ήταν τέτοια η λύσσα με την οποία τον χτύπαγε, ώστε, το πρόσωπο του να παραμορφωθεί και με δυσκολία μπορούσε κανείς να αναγνωρίσει τον άτυχο οδηγό λεωφορείου…
Πρόθεση της Αθανασίας ήταν να δώσει κι αυτή τέλος στη ζωή της, ωστόσο, το «κοκτέιλ φαρμάκων» που έφτιαξε με ασπιρίνες, βερονάλ και κινίνα, ήταν αρκετό για να την κοιμίσει βαθιά όχι όμως για να τη σκοτώσει. Μέσα στη νύχτα ξυπνά, κάνει εμετό και ξανακοιμάται. Το πρωί όταν ξυπνάει, δεν έχει αντίληψη του τι έχει συμβεί και ζητά από μία γειτόνισσα να βρει ταξί για να πάνε στο νοσοκομείο. «Στην αστυνομία να πάμε! Πρέπει να πάμε στην αστυνομία», αρχίζει να φωνάζει ξαφνικά και ο ταξιτζής τις αφήνει έξω από τον τότε αστυνομικό σταθμό Αμαρουσίου. «Σκότωσα τον άντρα μου! Πηγαίνετε σπίτι μου στην Άνω Μαγκουφάνα, οδός Χρυσοστόμου Σμύρνης 79. Θα τον βρείτε νεκρό στο κρεβάτι του», λέει στους αστυνομικούς η 52χρονη γυναίκα. Οι αστυνομικοί πηγαίνουν στο σημείο που τους υποδεικνύει κι έρχονται αντιμέτωποι με το αποτρόπαιο θέαμα…
«Όλα θα του τα συγχωρούσα, αν δεν με τυραννούσε τόσο πολύ τις νύχτες και δεν με εβασάνιζε με εκείνες τις άσεμνες φωτογραφίες γυναικών που μου έδειχνε. Με βασάνιζε και με έδερνε, γι’ αυτό αναγκάστηκα να κάνω ό,τι έκανα», έγραφε σε μία επιστολή της -που αναγνώστηκε στο δικαστήριο- η Αθανασία Αγγελινού. Οι εφημερίδες της εποχής θα γράψουν για μία γυναίκα διαταραγμένη ψυχικά και θρησκόληπτη, που λιβάνιζε τα ρούχα του Νίκου Αγγελινού προκειμένου να διώξει τον δαίμονα που τον είχε καταβάλει και τον έκανε να την πιέζει για να ικανοποιήσει τις ερωτικές επιθυμίες του. Πράγματι, ο 51χρονος αναζητούσε αλλού τον έρωτα όταν η Αθανασία δεν ανταποκρίνονταν, της έδειχνε γυμνές φωτογραφίες άλλων γυναικών και τη χτύπαγε…
Το δικαστήριο θα την καταδικάσει σε φόνο εκ προμελέτης και στις 4 Οκτωβρίου του 1962, στο Γουδί, θα παιχτεί η τελευταία πράξη του δράματος. Η Αθανασία Αγγελινού, 54 ετών τότε, πέφτει νεκρή από τις σφαίρες του εκτελεστικού αποσπάσματος…
Κατερίνα Κοντού: «Στάχτη έπρεπε να γίνει, στάχτη τον έκανα…»
Ένα μεγάλο κόκκαλο, που έμοιαζε να αποτελεί μέρος ανθρώπινου μηρού, ήταν αρκετό για να αρχίσει να ξετυλίγεται το νήμα μίας από τις άγριες συζυγοκτονίες στα ελληνικά χρονικά. Δράστιδα η 26χρονη τότε Κατερίνα Κοντού, που με τα όσα αποκαλύφθηκαν για το έγκλημα της άφησε άφωνους αστυνομικούς, δικαστικούς και δημοσιογράφους της εποχής…
Το ημερολόγιο δείχνει 24 Απριλίου 1979 και η περιοχή «Βακαλόπουλος» στο Κάτω Χαρβάτι Παλλήνης έχει γεμίσει από αστυνομικούς. Μαζί με κατοίκους της περιοχής ψάχνουν τα τεράστια φρεάτια από το χοιροστάσιο του Δημήτρη Τρουγκάγκου, αναζητώντας ίχνη του εξαφανισμένου επί ένα μήνα Χρήστου Κοντού. Ο 37χρονος άνδρας, μαζί με την σύζυγο του Κατερίνα, δούλευαν στο χοιροστάσιο για να θρέψουν τα τρία τους παιδιά. Οι αστυνομικοί εντοπίζουν το μακάβριο εύρημα και καλούν ξανά για ανάκριση την 26χρονη γυναίκα, η οποία επιμένει ότι το απόγευμα της 25ης Μαρτίου ο άνδρας της την εγκατέλειψε μαζί τα δύο αγοράκια και τη κόρη τους, φεύγοντας με δυο κακοποιούς τους οποίους περιέγραψε ως «αγριάνθρωπους και χασικλήδες»…
Ωστόσο, ούτε οι Αρχές ούτε -πολύ περισσότερο- οι συγγενείς του Χρήστου Κοντού πείθονται ότι έχει συμβεί αυτό κι ότι ο 37χρονος δεν έχει επικοινωνήσει για ένα ολόκληρο μήνα με τα αδέρφια του. Οι υποψίες είναι στραμμένες στην Κατερίνα, καθώς πριν από περίπου 5 χρόνια είχε επιτεθεί στον άντρα της με τσεκούρι κι είχε καταδικαστεί σε φυλάκιση 3 ετών με αναστολή. Αιτία; Η ζήλεια της και η υποψία της ότι την απατούσε. Τις υποψίες ενίσχυαν και κάποιες κηλίδες αίματος στη βάση της σκάλας που οδηγούσε στο σπίτι όπου διέμενε η οικογένεια, πάνω από την αποθήκη ζωοτροφών του χοιροστασίου. Η 26χρονη γυναίκα επέμενε βέβαια πως άνηκαν σε κάποιο ζώο, πείθοντας αρχικά τους αστυνομικούς. Μέχρι, βέβαια, που ανακάλυψαν το ανθρώπινο οστό ανάμεσα στα λύματα…
Ο κλοιός έσφιξε για την Κατερίνα Κοντού, η οποία «έσπασε» μετά από πολύωρη ανάκριση κι ομολόγησε το φρικτό έγκλημα. Ανήμερα της 25ης Μαρτίου 1979 δολοφόνησε τον σύζυγο της, στη συνέχεια περιέλουσε τη σορό του με βενζίνη και τον έκαψε. Ότι απέμεινε από εκείνον το πέταξε στο βόθρο του χοιροστασίου για να το εξαφανίσει. «Τον χτυπούσα μέχρι να ξεψυχήσει… Με σκότωνε κάθε μέρα», υποστήριξε σε αστυνομικούς κι ανακριτή ενώ περιέγραψε και τα λεπτά της δολοφονίας: «Επέστρεψε μεθυσμένος από το σπίτι ενός γείτονα και όταν αρνήθηκα να του δώσω κι άλλο κρασί, με χτύπησε με συρματένιο βούρδουλα. Το ίδιο απόγευμα αποφάσισε να πάει σε κοντινή ταβέρνα και όταν αντέδρασα, με γρονθοκόπησε και απείλησε να με σκοτώσει με ένα μαχαίρι. Βρισκόμουν σε άμυνα, άρπαξα μια τσάπα και τον χτύπησα δυο φορές. Κατρακύλησε από τα σκαλιά στο ισόγειο και τον χτύπησα άλλες τέσσερις φορές». Η 26χρονη γυναίκα, όμως, δεν σταμάτησε εκεί…
Θέλοντας να εξαφανίσει τη σορό του νεκρού άνδρα της, πήρε βενζίνη από το μηχανάκι του και του έβαλε φωτιά. Μάλιστα, χρειάστηκε να κάνει το ίδιο πράγμα και δεύτερη φορά προκειμένου να τον κάψει ολόκληρο, καθώς οι πρώτες φλόγες έσβησαν μετά από περίπου μισή ώρα χωρίς το πτώμα να έχει αποτεφρωθεί πλήρως. «Κάηκε. Το κεφάλι του είχε γίνει ένα στρογγυλό μεγάλο κάρβουνο και το μάζεψα και το έριξα σε μια σακούλα νάιλον, μαζί με μερικά κόκαλα που δεν είχαν καεί και πήγα και τα έριξα στον βόθρο αποχετεύσεως των απορριμμάτων των ζώων, στο παχυντήριο των γουρουνιών», είπε στις Αρχές η συζυγοκτόνος. Όπως ανέφερε, πέταξε ακόμη στο βόθρο ένα σεντόνι, μαξιλαροθήκες και δύο παντελόνια του θύματος με τα οποία προηγουμένως είχε σκουπίσει τα αίματα στην σκάλα. Κι όλα αυτά, μπροστά στα μάτια της 4χρονης κόρης τους…
Την ημέρα του δικαστηρίου η Κατερίνα Κοντού απολογήθηκε για περίπου 3 ώρες. «Ο άντρας μου με απειλούσε ότι θα με σκοτώσει, με έδερνε και τέτοια. (…) Με παρατούσε και πλάγιαζε στο διπλανό δωμάτιο με την αδελφή του. (…) Η ζωή μου από την πρώτη νύχτα του γάμου μου ήταν μια κόλαση. Ο άντρας μου ήταν τεμπέλης, ακαμάτης και βάρβαρος. (…) Με έβριζε συνεχώς, με φοβέριζε και με κτυπούσε αλύπητα. Συνεχώς ήταν μεθυσμένος. Το πιοτό ήταν το πάθος του. (…) Εγώ δούλευα μέρα-νύχτα για να μην πεθάνουμε από πείνα. Αντί να με ευχαριστήσει, με σακάτευε στο ξύλο», είπε μεταξύ άλλων. Η απόφαση του δικαστηρίου ήταν ισόβια κάθειρξη, με οριακή ωστόσο πλειοψηφία τεσσάρων προς τρεις ψήφους…
Κάτια Κολιτσοπούλου: «Θα έστελνα το παιδί μας στο φόνο του πατέρα του;»
Οι εφημερίδες της εποχής τη χαρακτήρισαν «τίγρη του Παγκρατίου», «φόνισσα» και «μαινάδα»! Πολλές φορές κινδύνευσε με λιντσάρισμα, ωστόσο, οι αστυνομικοί κατάφεραν να τη γλιτώσουν. Ο λόγος για την Κάτια Κολιτσοπούλου, τη γυναίκα που -σύμφωνα με την ελληνική Δικαιοσύνη- μετέτρεψε τον εραστή της σε πειθήνιο όργανο και οργάνωσε τη δολοφονία του συζύγου της…
Το ημερολόγιο δείχνει 6 Νοεμβρίου 1982 και η οικογένεια Κολιτσοπούλου (ο 28χρονος Χρήστος, η 22χρονη σύζυγος του Κάτια κι ο 4χρονος γιος τους Αλέξανδρος) επιστρέφουν σπίτι τους, ένα διαμέρισμα πολυκατοικίας στην οδό Αλκέτου 17 στο Παγκράτι. Η νεαρή τότε κοπέλα προφασίζεται ότι έχει ξεχάσει να καταθέσει ένα δελτίο ΠΡΟΠΟ κι ότι πρέπει να πάρει γάλα και τσιγάρα! Ο σύζυγος της μαζί με το ανήλικο αγοράκι τους ανεβαίνουν στο διαμέρισμα. Το άνοιγμα της πόρτας από τον 28χρονο αστυφύλακα, τον φέρνει αντιμέτωπο με έναν άγνωστο -σε αυτόν άνδρα- ο οποίος του ορμά και με ένα κουζινομάχαιρο του καταφέρνει θανατηφόρο τραύμα στον λαιμό.
Ο Χρήστος Κολιτσόπουλος αιμόφυρτος σέρνεται κυριολεκτικά μέχρι τον αποκάτω όροφο της πολυκατοικίας και ζητά βοήθεια. Δεν θα προλάβει να πει πολλά… Ξεψυχά μπροστά στα μάτια του 4χρονου τότε Αλέξανδρου. «Είδα τον Χρήστο πνιγμένο στο αίμα. Χτυπούσε την πόρτα με το ένα χέρι, ενώ με το άλλο κρατούσε το λαιμό του, όπου είχε μια μεγάλη πληγή. Πίσω του, ο 4χρονος γιος είχε πάθει σοκ», θα καταθέσει στην Αστυνομία ο γείτονας του, Δημοσθένης Βλάχος. Ο δράστης της δολοφονίας έχει φροντίσει από πριν να ανακατέψει το σπίτι, κλέβοντας χρήματα και χρυσαφικά, στήνοντας σκηνικό ληστείας. Τα αποτυπώματα, όμως, που άφησε στο ασανσέρ της πολυκατοικίας «δείχνουν» στις Αρχές τον βασικό ύποπτο. «Διάρρηξη μετά φόνου», θα γράψουν οι εφημερίδες της εποχής πριν αποκαλυφθεί ότι ο θάνατος του 28χρονου αστυνομικού ήταν μία σκηνοθετημένη δολοφονία, από την ίδια του τη γυναίκα…
Οι αστυνομικοί φτάνουν γρήγορα στον 24χρονο τότε Γιάννη Σγουρίδη. Ηλεκτρολόγος στο επάγγελμα δεν ήταν ανάγκη να κάνει διαρρήξεις για να ζήσει. Είχε κάνει, άλλωστε, ένα ακόμη λάθος που τον πρόδωσε: Έχοντας τα κλειδιά του διαμερίσματος μπήκε σαν κύριος, χωρίς να αφήσει κανένα σημάδι διάρρηξης της κλειδαριάς. Μετά από πολύωρη ανάκριση, ο Σγουρίδης «σπάσει» και ομολογεί τα πάντα στους αστυνομικούς ασφάλειας. Το χέρι του το όπλισε το τυφλό πάθος για την σύζυγο του 28χρονου αστυνομικού, την Κάτια Κολιτσοπούλου. Αυτή, άλλωστε, ήταν που του έδωσε και τα κλειδιά του σπιτιού στον Προφήτη Ηλία του Παγκρατίου…
Καθ’ όλη τη διάρκεια της ανάκρισης ο 24χρονος ηλεκτρολόγος δεν σταμάτησε να κλαίει και να φωνάζει: «Την αγαπώ την Κάτια. Μην της κάνετε κακό», ενώ εκμυστηρεύτηκε στους αστυνομικούς ότι είχε σκοπό να την παντρευτεί εάν δεν τους ανακάλυπταν. Η σύζυγος του δολοφονημένου αστυνομικού συλλαμβάνεται, αλλά αρνείται τα πάντα και χαρακτηρίζει «κάθαρμα» τον εραστή της. Μάλιστα, προβάλει ως επιχείρημα το εξής: «Είναι δυνατόν μία μάνα να στέλνει το παιδί της να δει τον φόνο του πατέρα του;», χωρίς όμως να πείσει ούτε τις Αρχές. Και πώς θα μπορούσε να γίνει αλλιώς όταν στην ερώτηση του ανακριτή «γιατί δώσατε τα κλειδιά στον δράστη;», απάντησε «μου τα ζήτησε για πλάκα…»; Το κατηγορητήριο ήταν καταπέλτης για τους δύο εραστές, με τον Γιάννη Σγουρίδη να δικάζεται για «ανθρωποκτονία από πρόθεση που διαπράχθηκε κατά τρόπο ιδιαζόντως απεχθή» και την Κάτια Κολιτσοπούλου για «ηθική αυτουργία στην ανθρωποκτονία κατά του συζύγου της».
Η δίκη ξεκινά τον Μάρτιο του 1984, με την 22χρονη να παρακολουθεί ανέκφραστη τη διαδικασία και τον 24χρονο να ισχυρίζεται πως ότι έκανε το έκανε λόγω του παράφορου έρωτά του: «Την αγαπούσα όσο τίποτε άλλο στον κόσμο», είπε χαρακτηριστικά ο Γιάννης Σγουρίδης. Το δικαστήριο τους καταδικάζει σε ισόβια κάθειρξη, ωστόσο και οι δύο θα αφεθούν ελεύθεροι το 1999, μετά από περίπου 17 χρόνια. Η Κάτια Κολιτσοπούλου δεν ξαναείδε ποτέ τον γιο της…
«Όταν έχεις προδοθεί από κάποιον που έχεις αγαπήσει, δεν μπορείς να αισθανθείς μίσος, γιατί το μίσος έχει σχέση και με την αγάπη. Σιχαίνομαι ακόμα και να ακούω γι’ αυτή…», δήλωσε μετά την αποφυλάκιση του ο Σγουρίδης…
Παναγιώτης Φραντζής: «Σκότωσα τη γυναίκα μου. Ήταν ατύχημα…»
Τέλη Ιουνίου 1987 και οι Έλληνες είναι ακόμα μεθυσμένοι από τον θρίαμβο της αρμάδας του Νίκου Γκάλη, του Παναγιώτη Γιαννάκη και του «τίμιου γίγαντα» Αργύρη Καμπούρη, στο Ευρωμπάσκετ! Το γλυκό αυτό μεθύσι, ωστόσο, θα διακόψει απότομα ένα από τα πιο φρικιαστικά εγκλήματα στα χρονικά της χώρας…
Το ημερολόγιο δείχνει 25 Ιουνίου και ο ρακοσυλλέκτης Κωνσταντίνος Βουζίκας, εκμεταλλευόμενος την απεργία που έχουν κηρύξει οι οδηγοί των απορριμματοφόρων γυρίζει την Αττική και ψάχνει για «θησαυρούς». Σε έναν ανατρεπόμενο κάδο, επί της οδού Αιλιανού στα Κάτω Πατήσια, ανάμεσα σε σακούλες γεμάτες σκουπίδια, αποφάγια κι άλλα πεταμένα αντικείμενα θα εντοπίσει τον ακέφαλο κορμό ενός γυναικείου σώματος. Ο ρακοσυλλέκτης σοκάρεται, βάζει τις φωνές και μετά από λίγο φτάνει στο σημείο η Αστυνομία. Μία απόδειξη από ένα κρεοπωλείο στην οδό Κνωσού, που έχει ξεχαστεί στη σακούλα με μακάβριο εύρημα, θεωρείται από τις Αρχές σημαντικό στοιχείο. Οι αστυνομικοί θα πάρουν από τον κρεοπώλη την περιγραφή του νεαρού που λίγες ημέρες νωρίτερα θα αγοράσει κρέας αξίας 1.210 δραχμών -όσο έγραφε η απόδειξη-. Δεν θα χρειαστεί να ψάξουν την ταυτότητα του…
Το απόγευμα της ίδιας ημέρας, την πόρτα της Γενικής Αστυνομικής Διεύθυνσης Αττικής περνά ο 27χρονος τότε, Παναγιώτης Φραντζής. «Σκότωσα τη γυναίκα μου. Ήταν ατύχημα», είναι τα πρώτα λόγια του καθ’ ομολογία δολοφόνου της 18χρονης, Ζωής Γαρμανή, στους αστυνομικούς. Ο φοιτητής της ΑΣΟΕΕ έχει τεμαχίσει το άψυχο σώμα της συζύγου του σε 11 κομμάτια, τα οποία θα κατέληγαν στη χωματερή! Γιατί; Τη ζήλευε παράφορα…
«Είχε έντονη φιλαρέσκεια. Της άρεσε να τραβάει πάνω της τις ματιές των αντρών, αλλά αυτή να μη δίνει σημασία. Η σχέση μας ήταν τρομερά δύσκολη», καταθέτει ο 27χρονος στους αστυνομικούς. Οι δυο τους είχαν συνάψει σχέση το 1985, με την 16χρονη μαθήτρια λυκείου τότε Ζωή Γαρμανή, να γνωρίζει τον έρωτα, την παράφορη ζήλεια και τελικά τον θάνατο από τον ίδιο άνθρωπο. «Βγήκα εκτός εαυτού. Τα ‘χασα και δεν ήξερα τι έκανα. Την άρπαξα και την έσπρωξα με δύναμη στην άκρη του κρεβατιού, χτυπώντας το κεφάλι της, το οποίο έβγαλε και αίματα. Βρισκόμουνα, όπως αντιλαμβάνεστε σε πλήρη σύγχυση. Η Ζωή ήταν κάτω. Πλησίασα για να δω αν αναπνέει κι αν έχει σφυγμούς. Πιάνοντας το χέρι της, διαπίστωσα ότι δεν είχε σφυγμούς. Ήταν νεκρή». Αυτή ήταν η εκδοχή του Παναγιώτη Φραντζή για όσα συνέβησαν το βράδυ της 24ης Ιουνίου 1987…
Ωστόσο, ο ιατροδικαστής έχει άλλη άποψη και αποφαίνεται ότι ο θάνατος της 18χρονης κοπέλας είχε προκληθεί από ασφυξία. Ο δράστης την είχε στραγγαλίσει με τα χέρια του, ενώ και στο σώμα του ίδιου υπήρχαν σημάδια πάλης. Ακόμα πιο συγκλονιστική είναι η περιγραφή για το πώς τεμάχισε την σύζυγο του ο 27χρονος, με ένα κρητικό μαχαίρι κι ένα σφυρί για σύνεργα: «Ήμουν σε κακή κατάσταση. Έκανα εμετό όταν την τεμάχιζα και σταματούσα. Ξανάρχιζα. Υπήρχε και μια έντονη μυρωδιά από τα αίματα. Όμως την αγαπώ. Την αγαπώ πολύ». Ο Παναγιώτης Φραντζής, σε ένα έγκλημα που δεν το χωρά ανθρώπου νους, της έβγαλε τα μάτια, της έκοψε τα μαλλιά και τα αφτιά ώστε να μην μπορεί να αναγνωριστεί. Μετά από τέσσερις ώρες στο μπάνιο του σπιτιού τους, τοποθέτησε το διαμελισμένο σώμα της κοπέλας σε 11 σακούλες και τις πέταξε σε κάδους σκουπιδιών…
Εκείνη την εποχή η εφημερίδα «Έθνος» θα δημοσιεύσει μία φωτογραφία με το τεμαχισμένο πτώμα της Ζωής Γαρμανή, πάνω στην ιατροδικαστική κλίνη. Ξέσπασε σάλος και το συγκεκριμένο ρεπορτάζ είχε ως αποτέλεσμα να αλλάξει ο νόμος για τη δημοσίευση φωτογραφιών από θύμα εγκλημάτων και άλλων ευαίσθητων προσωπικών δεδομένων από τα ΜΜΕ…
Την 1η Οκτωβρίου 1988, ο Παναγιώτης Φραντζής κρίνεται από το δικαστήριο ένοχος για ανθρωποκτονία εκ προθέσεως και περιύβριση νεκρού. Του επιβάλλεται η ποινή της ισόβιας κάθειρξης και το 2005 αποφυλακίζεται από τις φυλακές Χανίων, λαμβάνοντας εκπαιδευτικές άδειες ήδη από το 1997 προκειμένου να ολοκληρώσει τις σπουδές του στο Οικονομικό Πανεπιστήμιο…
Στην ιστορία θα μείνει η φράση του εισαγγελέα της έδρας, Κυριάκου Καρούτσου, ο οποίος θα πει κατά την αγόρευση του: «Κανένα ζώο του ζωικού βασιλείου δεν θα έκανε τέτοιο έγκλημα…»!
Θανάσης Αρβανίτης: Περιφερόταν στους δρόμους με το κομμένο κεφάλι της συζύγου του
Η Σαντορίνη είναι ένα από τα πιο όμορφα νησιά των Κυκλάδων. Αποπνέει ρομαντισμό και το επισκέπτονται χιλιάδες τουρίστες κάθε χρόνο. Είναι γνωστό για το ηφαίστειο του, τη φάβα της και τα ηλιοβασιλέματα της! Σε αυτό το νησί, έμελε να συμβεί πριν από περίπου 11 χρόνια ένα από τα πιο στυγερά εγκλήματα των ελληνικών αστυνομικών χρονικών…
Το ημερολόγιο δείχνει 3 Αυγούστου 2008. Είναι μία ηλιόλουστη Κυριακή, ωστόσο, το «σκοτάδι» έχει κυριεύσει την ψυχή του Θανάση Αρβανίτη. Ο 31χρονος τότε μάγειρας, που την τελευταία δεκαετία αντιμετωπίζει ψυχολογικά προβλήματα, έχει έναν ακόμα καυγά με τη σύζυγο του, την 25χρονη Αδαμαντία Καρκάλη. Τίποτα, όμως, δεν προμηνύει το κακό που θα συμβεί στο χωριό Βούρβουλο της Σαντορίνης. Οι γείτονες ακούν τις φωνές και καλούν την Αστυνομία. Πριν ακόμα φτάσει το περιπολικό, ο Αρβανίτης έχει αρπάξει ένα κουζινομάχαιρο, έχει αποκεφαλίσει το σκυλάκι της 25χρονης συζύγου του και το έχει πετάξει από το μπαλκόνι του σπιτιού…
Είναι το ίδιο κουζινομάχαιρο με το οποίο στα επόμενα λεπτά θα κατασφάξει την Αδαμαντία και θα της κόψει το κεφάλι από τον λαιμό. Δέκα μαχαιριές μέτρησε στο σώμα της ο ιατροδικαστής, Νίκος Καρακούκης, οι εφτά εκ των οποίων αφού είχε ξεψυχήσει η νεαρή κοπέλα. Ο 31χρονος μάγειρας βγαίνει στον δρόμο και περπατά για περίπου 500μ. -μέχρι το καφενείο του χωριού- κρατώντας στο ένα χέρι το φονικό εργαλείο και στο άλλο το κεφάλι της 25χρονης. Κατά τη διαδρομή του, το αίμα της άτυχης κοπέλας στάζει στον δρόμο και οι κάτοικοι του γραφικού χωριού τρέχουν τρομαγμένοι και σοκαρισμένοι από το θέαμα. «Προχωρούσε κι έδειχνε ήρεμος, ούτε φώναζε ούτε έκανε απότομες κινήσεις, ήταν σαν να κρατούσε στο χέρι μια κούκλα», κατέθεσε ένας από τους αυτόπτες μάρτυρες.
Εκείνη την ώρα φτάνει στο σημείο το πρώτο περιπολικό. Οι αστυνομικοί προσπαθούν να τον σταματήσουν, αλλά ο δράστης είναι σε κατάσταση αμόκ. Με τα πολλά, ο Θανάσης Αρβανίτης προσποιείται ότι θέλει να παραδοθεί και πλησιάζει τον νεαρό αστυφύλακα, ωστόσο, του ορμάει και με το μαχαίρι του καταφέρνει ένα τραύμα στο στόμα. Ο αστυνομικός πέφτοντας στο έδαφος πυροβολεί τέσσερις φορές προς το μέρος του 31χρονου μάγειρα. Οι τρεις σφαίρες τον βρίσκουν στο θώρακα και η τέταρτη στο συκώτι, όμως μία βολίδα εξοστρακίζεται και τραυματίζει μία γυναίκα. Σε κατάσταση αμόκ μπαίνει στο περιπολικό, έχοντας δίπλα του το κουζινομάχαιρο και το κεφάλι της 25χρονης κοπέλας, πατάει γκάζι και πέφτει πάνω σε ένα μοτοσακό που επιβαίνουν δύο γιατρίνες του Κέντρου Υγείας Θήρας…
Ένα δεύτερο περιπολικό, στο οποίο επιβαίνει ο διοικητής Ασφαλείας του νησιού, του κλείνει τον δρόμο. Ο Αρβανίτης κατεβαίνει από το αμάξι, οι αστυνομικοί τον πυροβολούν ξανά στο πόδι και τον ακινητοποιούν αυτή τη φορά. Οδηγείται σε νοσοκομείο, έχοντας δεχτεί έξι σφαίρες από τα όπλα των αστυνομικών, αναρρώνει και προφυλακίζεται στον Κορυδαλλό. Λίγες εβδομάδες αργότερα μεταφέρεται στην Ψυχιατρική πτέρυγα του σωφρονιστικού καταστήματος, καθώς εμφανίζει συμπτώματα σχιζοφρένειας. Αυτός ήταν και ο λόγος που πήρε απαλλαγή στράτευσης το 2001…
Η συνέχεια δίνεται στο Μικτό Ορκωτό Δικαστήριο Μυτιλήνης, όπου το 2009 ο 32χρονος πλέον μάγειρας καταδικάζεται σε ισόβια κάθειρξη. Θα περιγράψει με λεπτομέρειες το έγκλημα και θα ακούσει ατάραχος την ποινή. Οι δικαστικοί συντάκτες της εποχής θυμούνται πως ισχυρίστηκε ότι έχασε τον έλεγχο όταν η γυναίκα του τον πίεσε να μην φύγει από το εστιατόριο που είχε πιάσει δουλειά, δείχνοντας του το μηδενικό τραπεζικό τους βιβλιάριο. Στο Εφετείο, του 2013 στη Σύρο, υποστήριξε ότι δεν θυμόταν τίποτα από εκείνη την ημέρα. Η δικηγόρος του ανέφερε ότι ο Θανάσης Αρβανίτης έπασχε από σχιζοφρένεια, αλλά το δικαστήριο έκρινε ότι είχε πλήρη καταλογισμό και επικύρωσε την πρωτόδικη ποινή του…
«Συνήθως οι δράστες σκυλεύουν το πτώμα του θύματός τους, όταν αυτό έχει πεθάνει. Αυτός ο παρανοϊκός άνθρωπος, όμως, αποκεφάλισε τη γυναίκα του ενώ αυτή ήταν ζωντανή», κατέθεσε στο δικαστήριο ο ιατροδικαστής, Νίκος Καρακούκης…
Τάσος Τσιουχάρας: Σκότωσε και φρεζάρισε τη μάνα των τριών παιδιών του
«Τον φέραμε στην Ασφάλεια και έπεσε σε αντιφάσεις. Καταλάβαμε ότι κάτι δεν πάει καλά. Ψάξαμε τα χωράφια και είδαμε ότι είχε οργώσει ένα χωράφι. Δεν υπήρχε λόγος να το φρεζάρει αυτή την εποχή το χωράφι. Με το που βρέθηκε το πτώμα μας είπε: «Παιδιά εγώ την στραγγάλισα και ας φάω ισόβια». Μπορεί να μην γλίτωσε η κοπέλα, αλλά για τη μνήμη της και για την κοινωνία βρήκαμε ποιος το έκανε». Συγκλονισμένος ο ταξίαρχος τότε της ΕΛ.ΑΣ., Δημοσθένης Χρήστου, περιέγραφε το πώς οι Αρχές έφτασαν στην εξιχνίαση μίας από τις πιο άγριες δολοφονίες στα χρονικά της Ελλάδας.
Στο παγωμένο από τον βαρύ χειμώνα Βελβεντό Κοζάνης, το ημερολόγιο δείχνει 9 Ιανουαρίου 2016. Ο αγρότης, Τάσος Τσιουχάρας, επιστρέφει στο σπίτι μετά την καθιερωμένη βόλτα του από το καφενείο και μία κοινωνική εκδήλωση. Οι σχέσεις με τη σύζυγο του, την Πειραιώτισσα Ανθή Λινάρδου, δεν ήταν καθόλου καλές. Το γνώριζαν όλοι στο χωριό. Το βίωναν σχεδόν καθημερινά τα τρία παιδιά τους. Πριν από μερικές ημέρες, άλλωστε, είχε βγάλει από τον γύψο το πόδι της από ένα «γλίστρημα στη σκάλα», που κανείς δεν είχε πιστέψει! Όπως, κανείς δεν πίστεψε ότι μοιραίο βράδυ ο 40χρονος αγρότης απλά κοιμήθηκε κι όταν ξύπνησε η 37χρονη σύζυγος του είχε φύγει από το σπίτι…
Για πάνω από τέσσερα 24ωρα, ο Τάσος Τσιουχάρας δηλώνει σε αστυνομικούς, δημοσιογράφους, γείτονες, συγγενείς και φίλους ότι: «Η σύζυγός μου από το απόγευμα του Σαββάτου έδειχνε ότι κάτι την απασχολούσε, ήταν καταβεβλημένη και η αιτιολογία ήταν ότι είχε μαλώσει τα παιδιά. Γύρω στις 21:30 το βράδυ του Σαββάτου μου είπε ότι θα βγει και γύρω στις 10 παρά βγήκε για ποτό. Εγώ είχα αποκοιμηθεί, δεν την είδα να βγαίνει. Κατά τις 23:00 το βράδυ, ξύπνησα και είδα ότι δεν επέστρεψε, αλλά δεν ανησύχησα, γιατί είχε περάσει μόνο μία ώρα. Το πρωί διαπίστωσα ότι δεν είχε επιστρέψει, άρχισα να ανησυχώ και κάλεσα την Αστυνομία. Δεν πήρε μαζί της προσωπικά αντικείμενα, χρήματα, κινητό, ούτε και ρούχα». Παρά τις έρευνες και τις ανακρίσεις, η Αστυνομία δεν μπορεί βρει ίχνη της Ανθής, μέχρι που τη λύση δίνει ένας ηλικιωμένος αγρότης…
«Παιδιά, μην την ψάχνετε σε άσχετα σημεία. Γρήγορα, πάτε στα χωράφια του Τάσου. Και όπου βρείτε δύο επί ένα σκαμμένο, εκεί βρίσκεται η Ανθή. Τώρα ψάξτε, σήμερα, γιατί μετά από μία βδομάδα δεν θα βρείτε τίποτα». Είχε δίκιο… Οι αστυνομικοί φέρνουν εκσκαφέα και σε ένα φρεζαρισμένο κομμάτι από τα χωράφια της οικογένειας βρίσκει ότι έχει απομείνει από την 37χρονη γυναίκα. Όλοι καταλαβαίνουν, πλέον, τι έχει συμβεί στο Βελβεντό. Ο 40χρονος αγρότης βρίσκεται με χειροπέδες, «σπάει» και ομολογεί…
«Πήγα στο υπνοδωμάτιό μας όπου βρισκόταν η σύζυγός μου. Μου είπε με έντονο και αποφασιστικό ύφος ότι θέλει να φύγει και να πάρει και τα παιδιά μαζί της. Της είπα ότι ακόμη είμαι ερωτευμένος μαζί της και της ζήτησα για χάρη των παιδιών να προσπαθήσουμε δίδοντας μια ευκαιρία ακόμη στη σχέση μας. Αυτή ήταν ανένδοτη και έξαλλη. Αρχίσαμε να μαλώνουμε, στην αρχή λεκτικά», θα καταθέσει στο δικαστήριο ο Τσιουχάρας.
«Όταν της ανέφερα, όμως, το γεγονός ότι γνώριζα τις συνομιλίες που είχε με τον πρώην της σύντροφο, εκείνη εκνευρίστηκε, φώναζε ακόμη περισσότερο και αρχίσαμε να χτυπάμε ο ένας τον άλλον. Το ερωτικό μου πάθος για τη σύζυγό μου, μαζί με την υπόνοια ότι μπορούσε να ποθεί άλλον άνδρα και ότι θα έπαιρνε μαζί της τα παιδιά μας, μου θόλωσαν το μυαλό. Επειδή είμαι δυνατότερος, πάνω στην πάλη κατάφερα να την πιάσω από το λαιμό με το ένα χέρι και με το άλλο της κρατούσα το στόμα, πιέζοντάς τη δυνατά. Δυστυχώς για όλους μας, δεν σταμάτησα έγκαιρα το στραγγαλισμό, με αποτέλεσμα να πέσει νεκρή. Έμεινα σχεδόν ακίνητος, για λίγα λεπτά δεν είχα συναίσθηση του τι έκανα. Ήταν πλέον αργά, είχα σκοτώσει τη σύζυγό μου…».
Ο Τάσος Τσιουχάρας, 43 ετών σήμερα, εκτίει ποινή ισόβιας κάθειρξης. Ο ίδιος γλίτωσε το λιντσάρισμα. Η οικογένεια της Ανθής -που μεγαλώνει τα τρία παιδιά του ζευγαριού- ζει ακόμα με τον φόβο ότι το δράμα της δεν τελείωσε με τον φρικτό θάνατο της…