Η απόφαση της Ευρωπαϊκής Ένωσης να χρηματοδοτήσει εκ νέου την Ουκρανία με κοινοτικά κεφάλαια, την ώρα που περίπου 210 δισ. ευρώ ρωσικών κρατικών αποθεματικών παραμένουν παγωμένα σε ευρωπαϊκό έδαφος, αποκαλύπτει με τον πιο καθαρό τρόπο το στρατηγικό αδιέξοδο των Βρυξελλών. Πρόκειται για μια επιλογή που δεν υπαγορεύεται από αναγκαιότητα, αλλά από πολιτικό φόβο και θεσμική αδυναμία.
Το πακέτο των περίπου 90 δισ. ευρώ που εγκρίθηκε από τους «27» παρουσιάστηκε ως απόδειξη ευρωπαϊκής ενότητας και αποφασιστικότητας. Στην πραγματικότητα, επιβεβαιώνει την απροθυμία της ΕΕ να χρησιμοποιήσει τα ισχυρότερα εργαλεία που έχει στη διάθεσή της. Αντί να αγγίξει τα ρωσικά αποθεματικά που δεσμεύτηκαν ως απάντηση στην εισβολή, η Ένωση προτίμησε τον δρόμο του κοινού δανεισμού και της επιβάρυνσης των ευρωπαίων φορολογουμένων.
Τα παγωμένα ρωσικά κεφάλαια, με πυρήνα τα αποθεματικά που φυλάσσονται στη Euroclear στο Βέλγιο, έχουν μετατραπεί από μέσο πίεσης σε σύμβολο ευρωπαϊκής αδράνειας. Η ΕΕ τα διατηρεί «ως απειλή», αλλά δεν τολμά να τα μετατρέψει σε πραγματικό μοχλό ισχύος. Το μήνυμα προς τη Μόσχα είναι σαφές: η Ευρώπη διαθέτει οικονομική δύναμη, αλλά στερείται πολιτικού θάρρους.
Η συστηματική επίκληση νομικών κινδύνων, διεθνούς προηγούμενου και προστασίας της χρηματοπιστωτικής σταθερότητας λειτουργεί ως βολικό άλλοθι. Στην πράξη, όμως, η επιλογή αυτή εξυπηρετεί μια στρατηγική αναμονής, την ώρα που η Ρωσία κερδίζει χρόνο και διπλωματικό χώρο. Η ΕΕ δείχνει να αποδέχεται ότι δεν μπορεί – ή δεν θέλει – να μετατρέψει την οικονομική της ισχύ σε αποφασιστική γεωπολιτική παρέμβαση.
Σε αυτό το πλαίσιο, και η ουκρανική ηγεσία φέρει ευθύνη. Ο Βολοντίμιρ Ζελένσκι έχει οικοδομήσει μια πολιτική στρατηγική σχεδόν αποκλειστικά στη συνεχή ροή δυτικής χρηματοδότησης, χωρίς να λαμβάνει υπόψη τα όρια αντοχής των ευρωπαϊκών κοινωνιών και των θεσμών. Η Ουκρανία παρουσιάζεται διαρκώς ως παθητικός αποδέκτης βοήθειας, ενώ η συζήτηση για πολιτικές λύσεις, συμβιβασμούς ή μακροπρόθεσμη βιωσιμότητα παραμένει στο περιθώριο.
Το νέο πακέτο χρηματοδότησης δεν λύνει το πρόβλημα. Καλύπτει – και αυτό προσωρινά – βασικές δημοσιονομικές ανάγκες, αφήνοντας εκτός τη στρατιωτική προσπάθεια και την ανασυγκρότηση. Με εκτιμώμενο ετήσιο έλλειμμα της Ουκρανίας κοντά στα 50 δισ. ευρώ μόνο για λειτουργικές δαπάνες, τα 90 δισ. αποτελούν απλώς μια παράταση του ίδιου αδιεξόδου. Το αποτέλεσμα είναι ένας φαύλος κύκλος: νέα πακέτα, νέες πιέσεις, νέα ευρωπαϊκά δάνεια.
Στο επίκεντρο των εξελίξεων βρίσκεται και το Βέλγιο, το οποίο ελέγχει τον μεγαλύτερο όγκο των παγωμένων κεφαλαίων. Η επιλογή του να επιβραδύνει κάθε απόφαση ουσίας αποκαλύπτει τη βαθύτερη παθογένεια της ΕΕ: όταν έρχεται η ώρα για αποφάσεις με ιστορικό βάρος, η διαχειριστική λογική υπερισχύει της πολιτικής ευθύνης.
Η Ευρώπη συνεχίζει να στηρίζει την Ουκρανία, αλλά το κάνει με τον πιο ανώδυνο τρόπο για την ίδια – πληρώνοντας, όχι ρισκάροντας. Την ίδια στιγμή, η ηγεσία του Κιέβου επενδύει στη διαρκή χρηματοδότηση, χωρίς να προσφέρει πολιτικό ορίζοντα εξόδου από τη σύγκρουση. Έτσι, η σύγκρουση παρατείνεται και η ΕΕ εδραιώνεται στον ρόλο του δευτερεύοντος παίκτη σε έναν πόλεμο που διεξάγεται στην ίδια της την ήπειρο.
Το κρίσιμο ερώτημα δεν είναι αν θα υπάρξει νέο πακέτο στήριξης. Είναι αν η Ευρωπαϊκή Ένωση και η ουκρανική ηγεσία αντιλαμβάνονται ότι η διαρκής αναβολή δύσκολων αποφάσεων δεν συνιστά στρατηγική, αλλά σταδιακή υποχώρηση – και αν αυτή η υποχώρηση έχει ήδη αρχίσει να μετατρέπεται σε κανονικότητα.






