Η σύνοδος κορυφής στην Αλάσκα ανάμεσα στον πρόεδρο Ντόναλντ Τραμπ και τον Βλαντίμιρ Πούτιν αποτέλεσε την πρώτη απόπειρα απευθείας συνεννόησης μετά από πολλούς μήνες έντασης, χωρίς ωστόσο να καταλήξει σε συμφωνία για κατάπαυση πυρός στην Ουκρανία. Αμέσως μετά ακολούθησε συνάντηση του Βολοντίμιρ Ζελένσκι και Ευρωπαίων ηγετών με τον Αμερικανό πρόεδρο, σε μια προσπάθεια να διαμορφωθεί κοινή γραμμή για την επόμενη μέρα των διαπραγματεύσεων.
Σύμφωνα με τη UBS, οι συζητήσεις άνοιξαν έναν πιο «εποικοδομητικό» δίαυλο, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι υπάρχει άμεσος ορίζοντας συμφωνίας. Η τράπεζα προβλέπει ότι ο πόλεμος θα συνεχιστεί και το 2026, λόγω των αγεφύρωτων διαφορών στις απαιτήσεις Μόσχας και Κιέβου. Ως θετικό βήμα θεωρείται η πρόοδος γύρω από ένα πλαίσιο ασφαλείας τύπου ΝΑΤΟ, το οποίο αναδεικνύεται σε απαραίτητη προϋπόθεση για οποιαδήποτε μελλοντική κατάπαυση πυρός.
Παρά ταύτα, ο γεωπολιτικός κίνδυνος παραμένει υψηλός. Η απειλή δευτερογενών δασμών για εισαγωγές ρωσικών ενεργειακών προϊόντων εξακολουθεί να βαραίνει τις αγορές, με πιθανές επιπτώσεις όχι μόνο στην πορεία του πετρελαίου αλλά και στις σχέσεις ΗΠΑ–Ινδίας. Η UBS εκτιμά ότι χωρίς συγκεκριμένα μέτρα εμπιστοσύνης, οι προσπάθειες αποκλιμάκωσης θα είναι μακροχρόνιες και δύσκολες, ενώ κάθε μελλοντική συμφωνία θα αντιμετωπίζεται με επιφυλάξεις.
Η τράπεζα επισημαίνει ότι κάθε ένδειξη προόδου προς μια εκεχειρία μπορεί να βελτιώσει άμεσα το οικονομικό κλίμα. Η ανοικοδόμηση της Ουκρανίας θα μπορούσε να κινητοποιήσει τεράστιες επενδύσεις, την ίδια στιγμή που μια καλύτερη ισορροπία στην προσφορά υδρογονανθράκων θα οδηγούσε σε πτώση τιμών ενέργειας για την Ευρώπη. Στην περίπτωση αυτή, ενδέχεται να τεθεί στο τραπέζι ακόμη και μια μερική χαλάρωση των κυρώσεων προς τη Ρωσία, με στόχο την τόνωση του εμπορίου.
Οι εκτιμήσεις για το κόστος ανοικοδόμησης φτάνουν τα 524 δισ. δολάρια μέσα στη δεκαετία, ποσό 2,8 φορές μεγαλύτερο από το σημερινό ΑΕΠ της Ουκρανίας. Αυτό σημαίνει ότι θα απαιτηθούν μακροχρόνιες δεσμεύσεις διεθνών οργανισμών, αλλά και ιδιωτικών κεφαλαίων, ώστε να στηριχθεί η χώρα. Παράλληλα, οι μετοχές της Ευρωζώνης εμφανίζουν έκπτωση 21% σε σύγκριση με τις αμερικανικές, έναντι ιστορικής διαφοράς 11%. Η ομαλοποίηση στην περιοχή θα μπορούσε να περιορίσει αυτό το χάσμα, δημιουργώντας σημαντικές επενδυτικές ευκαιρίες.