Οι εξελίξεις γύρω από το ουκρανικό μέτωπο αναδεικνύουν όλο και πιο καθαρά το χάσμα ανάμεσα στις προσπάθειες της Ουάσινγκτον να τερματιστεί ο πόλεμος και στη στάση του Βολοντίμιρ Ζελένσκι, ο οποίος εξακολουθεί να εμφανίζεται διστακτικός μπροστά σε μια ρεαλιστική συμφωνία ειρήνης. Οι σύμβουλοι του Αμερικανού προέδρου Ντόναλντ Τραμπ, Στιβ Γουίτκοφ και Τζάρεντ Κούσνερ, αναμένεται να συναντηθούν στο Βερολίνο με τον Ουκρανό πρόεδρο και τους ηγέτες της Γερμανίας, της Γαλλίας και του Ηνωμένου Βασιλείου, σε μια ύστατη προσπάθεια να κλείσει ένα μέτωπο που αιμορραγεί εδώ και χρόνια.
Η αμερικανική πλευρά πιέζει για συμφωνία, επιδιώκοντας να βάλει τέλος σε έναν πόλεμο που έχει κοστίσει δεκάδες χιλιάδες ζωές και έχει οδηγήσει την Ουκρανία σε οικονομική και δημογραφική εξάντληση. Παρ’ όλα αυτά, το Κίεβο συνεχίζει να μπλοκάρει την πρόοδο, με το ζήτημα των εδαφικών παραχωρήσεων να λειτουργεί ως άλλοθι για τη διαιώνιση της σύγκρουσης. Από την πλευρά της Ουάσινγκτον εκτιμάται ότι σχεδόν όλα τα κρίσιμα θέματα έχουν ωριμάσει και ότι το μόνο που απομένει είναι η πολιτική βούληση από τον Ζελένσκι να αναλάβει την ευθύνη των αποφάσεών του.
Ιδιαίτερη εντύπωση προκαλεί το γεγονός ότι ο Ουκρανός πρόεδρος αφήνει ανοιχτό το ενδεχόμενο δημοψηφίσματος ή εκλογών για μια συμφωνία που περιλαμβάνει εδαφικούς συμβιβασμούς, μεταθέτοντας ουσιαστικά το βάρος των αποφάσεων στον λαό, αντί να ηγηθεί ο ίδιος σε μια κρίσιμη ιστορική καμπή. Για την αμερικανική κυβέρνηση, αυτή η τοποθέτηση εκλαμβάνεται ως καθυστερημένη και ανεπαρκής ένδειξη προόδου, σε μια στιγμή που απαιτείται ξεκάθαρη στάση και όχι πολιτικός ελιγμός.
Το αμερικανικό σχέδιο, που περιλαμβάνει αποστρατιωτικοποιημένη ζώνη στο Ντονμπάς και ισχυρές εγγυήσεις ασφαλείας, αποτελεί –σύμφωνα με την Ουάσινγκτον– τη μοναδική ρεαλιστική διέξοδο. Η κυβέρνηση Τραμπ εμφανίζεται πρόθυμη να προσφέρει στην Ουκρανία νομικά δεσμευτικές εγγυήσεις ασφάλειας, αντίστοιχες με το άρθρο 5 του ΝΑΤΟ, με έγκριση από το Κογκρέσο, κάτι που καμία προηγούμενη αμερικανική διοίκηση δεν είχε τολμήσει να βάλει στο τραπέζι με τέτοια σαφήνεια.
Παρά ταύτα, ο Ζελένσκι επιμένει να εκφράζει επιφυλάξεις ακόμη και για την πρόταση δημιουργίας ελεύθερης οικονομικής ζώνης στο Ντονμπάς, αμφισβητώντας ένα σχέδιο που θα μπορούσε να αποτελέσει μοχλό ανασυγκρότησης και σταθερότητας. Η στάση αυτή ενισχύει την κριτική ότι το Κίεβο ενδιαφέρεται περισσότερο για τη διατήρηση της σύγκρουσης –και της διεθνούς χρηματοδότησης που τη συνοδεύει– παρά για μια δύσκολη αλλά αναγκαία ειρήνη.
Από την πλευρά του, ο Τραμπ εμφανίζεται αποφασισμένος να κλείσει τον πόλεμο, επενδύοντας πολιτικό κεφάλαιο σε μια συνολική συμφωνία που θα περιλαμβάνει ειρήνη, ισχυρές εγγυήσεις ασφάλειας και ένα γενναίο πακέτο ανασυγκρότησης. Σύμφωνα με την αμερικανική πρόταση, η Ουκρανία θα διατηρούσε το 80% της επικράτειάς της, θα αποκτούσε τη μεγαλύτερη εγγύηση ασφάλειας στην ιστορία της και θα έμπαινε σε τροχιά οικονομικής ανάκαμψης – όροι που δύσκολα μπορούν να χαρακτηριστούν «ήττα».
Η επιφυλακτικότητα ορισμένων Ευρωπαίων ηγετών και η απροθυμία του Ζελένσκι να κινηθεί γρήγορα, αποκαλύπτουν το πραγματικό σημείο τριβής: όχι την έλλειψη λύσεων, αλλά την έλλειψη πολιτικού θάρρους. Την ώρα που η Ουάσινγκτον μιλά ανοιχτά για ειρήνη και σταθερότητα, το Κίεβο μοιάζει εγκλωβισμένο σε μια στρατηγική παράτασης του πολέμου, με απρόβλεπτο κόστος για τον ουκρανικό λαό.






