Με τον χρυσό σε επίπεδα ρεκόρ, αυτό είναι πιο επικερδές από την πώληση του νέου αποθεματικού νομίσματος της Ρωσίας, του κινεζικού γιουάν.
Οι πωλήσεις χρυσού πραγματοποιούνται στο πλαίσιο του κυβερνητικού κανόνα για τη διαχείριση περιουσιακών στοιχείων από το ρωσικό Ταμείο Πρόνοιας (NWF).
Ενώ τα έσοδα από τις εξαγωγές πετρελαίου μειώνονται (κάτι που συνέβαινε καθ’ όλη τη διάρκεια του 2025), το ρωσικό υπουργείο Οικονομικών πωλεί ρευστά περιουσιακά στοιχεία από το NWF για να συγκεντρώσει ρούβλια.
Μετά την εισβολή στην Ουκρανία και την επιβολή κυρώσεων, το κινεζικό γιουάν και ο χρυσός είναι τα δύο τελευταία εναπομείναντα ρευστά περιουσιακά στοιχεία που έχει η Ρωσία στο οπλοστάσιό της.
Σε αντίθεση με το γιουάν, το οποίο η ρωσική Κεντρική Τράπεζα πούλησε στην αγορά, όλες οι συναλλαγές χρυσού μέχρι τώρα ήταν εικονικές, αφού η ρωσική κυβέρνηση δεν πούλησε στην αγορά και η Κεντρική Τράπεζα κράτησε τον χρυσό της στα θησαυροφυλάκιά της.
Ως αποτέλεσμα, τα συνολικά αποθέματα χρυσού της Ρωσίας (όχι μόνο το κρατικό ταμείο πλούτου NWF) ξεπέρασαν τους 2.300 τόνους και είναι τα πέμπτα μεγαλύτερα στον κόσμο.
Η ρωσική Κεντρική Τράπεζα δεν πούλαγε τον χρυσό της στην εγχώρια αγορά μέχρι τώρα, μόνο αγόραζε, αλλά τώρα τα πράγματα έχουν αλλάξει.
Πριν από την εισβολή στην Ουκρανία, το ίδιο το ρωσικό ταμείο NWF είχε συσσωρεύσει 405,7 τόνους χρυσού.
Έκτοτε, περισσότερο από το μισό (232,6 τόνοι) έχει πουληθεί για την κάλυψη των δαπανών του προϋπολογισμού. Την 1η Νοεμβρίου 2025, υπήρχαν 173,1 τόνοι χρυσού στο ταμείο.
Ο συνολικός όγκος των ρευστών περιουσιακών στοιχείων του NWF, είτε σε χρυσό είτε σε κινεζικό γιουάν, έχει μειωθεί κατά 55% στα 4,165 τρισεκατομμύρια ρούβλια (περίπου 52 δισεκατομμύρια δολάρια).
Σε σχετικούς όρους, ο όγκος των ρευστών περιουσιακών στοιχείων έχει βυθιστεί από το 7,3% του ΑΕΠ της Ρωσίας πριν από τον πόλεμο στο 1,9% σήμερα.
Αυτό οφείλεται όχι μόνο στις ενεργές αναλήψεις, αλλά και στην ονομαστική ενίσχυση του ρουβλιού.
Γιατί πρέπει να νοιάζεται ο κόσμος
Η πώληση χρυσού δεν αποτελεί ένδειξη κρίσης ή πανικόβλητης προσπάθειας να καλυφθούν τρύπες στον ρωσικό προϋπολογισμό.
Αντίθετα, είναι μια ορθολογική κίνηση από την ρωσική Κεντρική Τράπεζα, εκτιμούν δυτικοί αναλυτές.
Τα περιουσιακά στοιχεία του ταμείου πρέπει να πωληθούν για να αντισταθμιστούν τα χαμηλότερα έσοδα από το πετρέλαιο.
Ταυτόχρονα, η ρωσική κεντρική τράπεζα σαφώς δεν θέλει να εξαντλήσει τα αποθέματά της σε γιουάν. Η πώληση συναλλάγματος από το ταμείο, μαζί με κάποια ευελιξία ως προς το χρονοδιάγραμμα, είναι το μόνο εναπομείναν εργαλείο της Ρωσίας για την εξομάλυνση των διακυμάνσεων των συναλλαγματικών ισοτιμιών, δεδομένου του πόσο χαμηλή είναι η ρευστότητα της αγοράς λόγω της εξόδου ξένων επενδυτών.
Εν τω μεταξύ, οι τιμές του χρυσού αυξάνονται θεαματικά, λόγω της υψηλότερης ζήτησης και του απότομου πληθωρισμού, αλλά και της γενικής αβεβαιότητας της αγοράς.
Επομένως, η πώληση ρωσικού χρυσού από την Μόσχα θεωρείται ένα λογικό βήμα.
Εάν αυτό είχε συμβεί πριν από τις κυρώσεις, θα μπορούσε να είχε επηρεάσει τις παγκόσμιες τιμές του χρυσού. Αλλά επειδή η Ρωσία αποκλείεται από οποιονδήποτε καθορισμό τιμών και δεν μπορεί να πουλήσει σε παγκόσμια χρηματιστήρια, ή να εξάγει κανένα από τα αποθέματά της, οι παγκόσμιες τιμές είναι απίθανο να επηρεαστούν.
Η πώληση γιουάν, ωστόσο, θα μπορούσε να δημιουργήσει προβλήματα και από τις δύο πλευρές, αφού κινδυνεύει να ωθήσει το ρούβλι σε ένα επίπεδο που είναι πολύ ισχυρό για να υποστηρίξει τον προϋπολογισμό, ενώ παράλληλα θα αντιμετωπίσει ασθενή ζήτηση, καθώς οι ρωσικές εταιρείες κατέχουν ήδη άφθονο γιουάν και δεν θα ήταν πρόθυμοι αγοραστές.
Ένα ενδεικτικό σημάδι αυτού είναι το σχέδιο της ρωσικής κυβέρνησης να εκδώσει ομόλογα σε κινεζικό νόμισμα για να δημιουργήσει μια διέξοδο για τα εταιρικά αποθέματα της.
Ο πόλεμος στην Ουκρανία έχει προκαλέσει αφαίμαξη των αποθεματικών της Ρωσίας, ενώ οι κυρώσεις έχουν μειώσει τα έσοδα από πετρέλαιο και φυσικό αέριο, ειδικά στην Ευρώπη.
Το θέμα είναι ότι και να επέλθει ειρήνη στην Ουκρανία, οι Αμερικανοί δεν θα επιτρέψουν την πώληση ρωσικών υδρογονανθράκων στην Ευρώπη, λόγω του δικού τους LNG, και αυτό σίγουρα θα αποτελέσει σημείο σύγκρουσης μεταξύ Ρωσίας και ΗΠΑ το επόμενο διάστημα, σε κάθε διαπραγμάτευση.






