Την αυτεπάγγελτη δίωξη για ψευδή καταμήνυση όσων υποβάλλουν μηνύσεις σε βάρος δικαστικών λειτουργών (οι οποίες αρχειοθετούνται) προτείνει με παρέμβασή του ο θρασύτατος αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου και αδελφός του Υπουργού Δικαιοσύνης, Βασίλης Φλωρίδης.
Η πρόταση του κ. Φλωρίδη είναι ότι:
-«Θα πρέπει να καθιερωθεί νομοθετικά η αυτεπάγγελτη κίνηση της ποινικής διαδικασίας εις βάρος όποιου καταμηνύει ψευδώς ή δυσφημεί δικαστικό λειτουργό… Αυτό σημαίνει ότι με την αρχειοθέτηση της εναντίον του ψευδούς μήνυσης ή την εμφάνιση συκοφαντικού δημοσιεύματος στον Τύπο ή στο Διαδίκτυο, να κινείται αυτεπάγγελτα η ποινική διαδικασία εις βάρος του δράστη».
Όπως λέει ο εισαγγελέας, σκοπός είναι η θεσμική θωράκιση των δικαστών από προσβολές που στιγματίζουν το βίο τους, αφού, όπως αναφέρει, κάτι τέτοιο θα λειτουργεί αποτρεπτικά για «εν γνώση τους συκοφάντες».
Βασίλης Φλωρίδης: «Μηνύσεις εις βάρος δικαστών και εισαγγελέων»
Ολόκληρο το άρθρο του κ. Φλωρίδη («Καθημερινή») έχει ως εξής:
«Η 6η κατά σειρά μήνυση υποβλήθηκε από συγγενείς των θυμάτων εις βάρος του ανακριτή Λάρισας, ο οποίος ερευνούσε την υπόθεση των αδικημάτων που φέρονται ότι τελέστηκαν κατά το δυστύχημα που συνέβη στην περιοχή της κοιλάδας των Τεμπών Λάρισας στις 28 Φεβρουαρίου 2023, όταν από τη σύγκρουση δύο αμαξοστοιχιών έχασαν τη ζωή τους 57 άτομα. Είχαν προηγηθεί και δύο αιτήσεις εξαιρέσεως εις βάρος του. Αλλά και άλλες τέσσερις μηνύσεις για το ίδιο θέμα υποβλήθηκαν εις βάρος εισαγγελέων, όλων των βαθμίδων. Στην Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου και στους εισαγγελείς Εφετών και Πρωτοδικών Λάρισας.
Προφανώς δεν αποτελεί αντικείμενο του παρόντος ο σχολιασμός του περιεχομένου της ανάκρισης, ούτε των μηνύσεων ούτε του ποια θα είναι η τύχη τους. Ομως αυτή η πρακτική που έχει αρχίσει να εμφανίζεται τα τελευταία χρόνια, δηλαδή της καταμήνυσης των δικαστικών λειτουργών (δικαστών και εισαγγελέων) για πράξεις που ενεργούν στα πλαίσια των δικαστικών καθηκόντων τους, προσβάλλει ευθέως τον νομικό μας πολιτισμό. Σε ένα ευνομούμενο κράτος όπου λειτουργεί ο θεσμός της Δικαιοσύνης, όπως στη χώρα μας, υπάρχουν όλα τα ένδικα μέσα για να ασκηθούν όταν ένας διάδικος πιστεύει ότι σε κάποιο στάδιο αδικήθηκε. Η εκτόξευση κατηγορίας σε κάποιον δικαστικό λειτουργό ότι τέλεσε εγκληματική πράξη πώς μπορεί να γίνει θεσμικά αποδεκτή;
Γιατί μια ψευδής μήνυση που κατατίθεται εις βάρος ενός δικαστικού λειτουργού (αυτονόητα και σε κάθε πολίτη), τον στιγματίζει αμέσως ως λειτουργό ο οποίος ενεργεί αντίθετα από τους δικαστικούς κανόνες. Ως λειτουργό που δέχεται «άνωθεν» εντολές, που παραβαίνει σκόπιμα τα δικαστικά του καθήκοντα υπέρ άλλων, που πιθανόν να χρηματίζεται. Η προσβολή της τιμής του με αυτόν τον τρόπο πλήττει ευθέως τον πυρήνα της προσωπικότητάς του. Γιατί το πρώτο προσόν που πρέπει να έχει ο δικαστικός λειτουργός είναι το ήθος του. Χωρίς αυτό δεν υφίσταται δικαστικό λειτούργημα, δεν υπάρχει απονομή δικαιοσύνης. Ελεγαν οι παλιοί δικαστές χαριτολογώντας ότι «ο δικαστής πρέπει να έχει τρία προσόντα: Ήθος, ήθος και ήθος. Αν ξέρει και νομικά, δεν βλάπτει!».
Το πρόβλημα όμως γίνεται μεγαλύτερο καθώς τα τελευταία χρόνια το Διαδίκτυο εισχώρησε για τα καλά στη ζωή μας. Ετσι, η κακόβουλη διάδοση δυσφημιστικών εις βάρος δικαστικών λειτουργών, ψευδών γεγονότων, πάντα σε σχέση με την άσκηση των καθηκόντων τους, τείνει να γίνει πανδημία.
Πώς όμως θα πρέπει να αντιδράσει ένας δικαστικός λειτουργός όταν δέχεται τέτοια δυσφημιστική επίθεση είτε με ψευδείς καταμηνύσεις είτε με δυσφημιστικά δημοσιεύματα στον Τύπο ή στο Διαδίκτυο; Να υποβάλλει κάθε φορά εγκλήσεις κατά πάντων και να γίνεται ο ίδιος διάδικος των αρχικών διαδίκων; Οι δικαστικοί λειτουργοί στη συντριπτική πλειοψηφία τους, και το λέω αυτό μετά λόγου γνώσεως, είναι άτομα φιλήσυχα, δεν θέλουν να αντιδικούν και παρότι όλη τους τη ζωή επιλύουν δικαστικές διαφορές, οι ίδιοι δεν θέλουν να εμφανίζονται στα δικαστήρια υπό άλλη ιδιότητα.
Γι’ αυτό αποτελεί καθήκον της πολιτείας να τους προστατέψει στο πεδίο αυτό. Θα πρέπει δηλαδή να καθιερωθεί νομοθετικά η αυτεπάγγελτη κίνηση της ποινικής διαδικασίας εις βάρος όποιου και με οποιονδήποτε τρόπο καταμηνύει ψευδώς ή δυσφημεί δικαστικό λειτουργό. Αυτό σημαίνει ότι με την αρχειοθέτηση της εναντίον του ψευδούς μήνυσης ή την εμφάνιση συκοφαντικού δημοσιεύματος στον Τύπο ή στο Διαδίκτυο, να κινείται αυτεπάγγελτα η ποινική διαδικασία εις βάρος του δράστη.
Η θεσμική αυτή πρωτοβουλία δεν έχει τον χαρακτήρα εκδίκησης. Αποσκοπεί κυρίως στη δραστική μείωση των προσβολών εις βάρος των δικαστικών λειτουργών, μέσω της γνώσης του συκοφάντη ότι η οργανωμένη πολιτεία δεν θα αφήσει αναπάντητη τη συκοφαντία των λειτουργών της.
Στην εμπέδωση του κλίματος εμπιστοσύνης των πολιτών προς τους θεσμούς. Στοιχείο αναγκαίο για τη λειτουργία της Δημοκρατίας.