Η Κύπρος αντιμετωπίζει μια ολοένα και πιο σοβαρή υδρολογική κρίση, καθώς οι ξηρασίες εντείνονται, με αποτέλεσμα η ζήτηση για νερό να αυξάνεται συνεχώς.
Η ετήσια βροχόπτωση έχει μειωθεί κατά περίπου 15% τα τελευταία 90 χρόνια, ενώ η θερμοκρασία στη Λευκωσία έχει αυξηθεί κατά 1,8 βαθμούς Κελσίου τον τελευταίο αιώνα, το διπλάσιο του παγκόσμιου μέσου όρου. Αυτή η κατάσταση έχει οδηγήσει την κυβέρνηση να στραφεί σε μη παραδοσιακές πηγές νερού, όπως η αφαλάτωση.
Η αφαλάτωση έχει ήδη καλύψει περίπου το 70% των αναγκών σε πόσιμο νερό στην Κύπρο από το 1997, και τα τελευταία χρόνια έχουν εγκατασταθεί κινητές μονάδες αφαλάτωσης από τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα για να ενισχύσουν την παραγωγή. Στόχος της κυβέρνησης είναι να καλυφθούν όλες οι ανάγκες των νοικοκυριών και των επιχειρήσεων από τη διαδικασία της αφαλάτωσης, ανεξαρτήτως των καιρικών συνθηκών.
Ωστόσο, η εξάρτηση από τη θάλασσα για την παραγωγή πόσιμου νερού εγείρει ανησυχίες για τις περιβαλλοντικές συνέπειες, καθώς η εκπομπή αλμυρού νερού (μπράιν) στις παράκτιες περιοχές προκαλεί φόβους για την εξάντληση των αλιευτικών πόρων. Αν και το Υπουργείο Γεωργίας, Περιβάλλοντος και Φυσικών Πόρων υποστηρίζει ότι δεν έχει παρατηρηθεί αρνητική επίπτωση, οι επιστήμονες προειδοποιούν για τη συνεχιζόμενη υποβάθμιση των φυσικών πόρων του νησιού και την επιτάχυνση της ερημοποίησης.
Ο αγροτικός τομέας της Κύπρου, με τις εντατικές καλλιέργειες που απαιτούν μεγάλες ποσότητες νερού, συμβάλλει επίσης στην επιδείνωση της κατάστασης. Ο Μιχάλης Λοϊζίδης, χημικός και περιβαλλοντικός μηχανικός, σημειώνει ότι η Κύπρος βρίσκεται σε έναν «καταστροφικό δρόμο» και τονίζει την ανάγκη για καινοτόμες λύσεις και βιώσιμες πρακτικές, όπως η κομποστοποίηση και η βελτίωση της διατήρησης του νερού.