Το Ιράν έχει απευθυνθεί στη Σαουδική Αραβία ζητώντας τη μεσολάβησή της προκειμένου να ξαναζωντανέψουν οι παγωμένες συνομιλίες με τις Ηνωμένες Πολιτείες για το πυρηνικό του πρόγραμμα, σύμφωνα με περιφερειακές πηγές που μίλησαν στο Reuters.
Η κίνηση καταδεικνύει την αυξανόμενη ανησυχία της Τεχεράνης για το ενδεχόμενο νέου γύρου ισραηλινών επιθέσεων, αλλά και για τη συνεχιζόμενη οικονομική ασφυξία στο εσωτερικό.
Λίγο πριν από την επίσκεψη του Σαουδάραβα διαδόχου Μοχάμεντ μπιν Σαλμάν στον Λευκό Οίκο, ο Ιρανός πρόεδρος Μασούντ Πεζεσκιαν απέστειλε επιστολή προς τον πανίσχυρο ηγέτη του Ριάντ, υπογραμμίζοντας ότι η χώρα του δεν επιδιώκει σύγκρουση και παραμένει ανοιχτή σε διπλωματική λύση για το πυρηνικό ζήτημα, αρκεί να διασφαλιστούν τα δικαιώματά της. Το Ιρανικό ΥΠΕΞ μίλησε για «καθαρά διμερή μήνυμα», ενώ το Ριάντ δεν σχολίασε.
Οι διαπραγματεύσεις με τις ΗΠΑ είχαν ουσιαστικά παγώσει μετά τον πόλεμο του Ιουνίου, όταν αεροπορικές επιδρομές του Ισραήλ οδήγησαν σε αμερικανικά χτυπήματα κατά τριών ιρανικών πυρηνικών εγκαταστάσεων. Προηγήθηκαν πέντε γύροι επαφών Ουάσινγκτον–Τεχεράνης για τον περιορισμό της ιρανικής εμπλουτισμένης ουράνιας παραγωγής.
Σύμφωνα με πηγή στον Κόλπο, η Τεχεράνη αναζητεί νέο αξιόπιστο δίαυλο προς τις ΗΠΑ, ενώ ο Σαουδάραβας διάδοχος φέρεται να έχει μεταφέρει στον Αμερικανό πρόεδρο Ντόναλντ Τραμπ τη βούλησή του για ειρηνική εκτόνωση της κρίσης. «Είναι σημαντικό για τον MbS αυτή η σύγκρουση να μην κλιμακωθεί», σημείωσε η πηγή, συμπληρώνοντας ότι το Ριάντ δηλώνει έτοιμο να βοηθήσει.
Η Σαουδική Αραβία, η οποία τα τελευταία χρόνια έχει ενισχύσει το διπλωματικό της βάρος και διατηρεί στενούς δεσμούς ασφαλείας με τις ΗΠΑ, εμφανίζεται ολοένα και πιο κομβικός παίκτης στη μεσολάβηση περιφερειακών κρίσεων. Η κινεζικής μεσολάβησης επαναπροσέγγιση του 2023 μεταξύ Ριάντ και Τεχεράνης είχε ήδη αλλάξει τους συσχετισμούς.
Από την άλλη, η περιφερειακή ισχύς του Ιράν έχει φθαρεί ύστερα από βαριά πλήγματα κατά συμμάχων του στη Γάζα και στον Λίβανο, αλλά και από την πτώση του Σύρου προέδρου Μπασάρ αλ-Άσαντ, παραδοσιακού του συμμάχου. Πρώην Ιρανοί διπλωμάτες υποστηρίζουν ότι η επιλογή της Σαουδικής Αραβίας ως νέου διαύλου επικοινωνίας είναι στρατηγικά λογική και πολύ πιο αποτελεσματική από παλαιότερους μεσολαβητές, όπως το Ομάν και το Κατάρ.
Οι διαφωνίες όμως παραμένουν βαθιές. Η Τεχεράνη απαιτεί πλήρη άρση των αμερικανικών κυρώσεων που έχουν βυθίσει την οικονομία της, ενώ η Ουάσινγκτον επιμένει σε αναστολή του εμπλουτισμού ουρανίου, περιορισμό του ιρανικού πυραυλικού προγράμματος και παύση της στήριξης σε ένοπλες οργανώσεις της περιοχής. Τραμπ και ο Ισραηλινός πρωθυπουργός Μπενιαμίν Νετανιάχου δεν αποκλείουν νέα στρατιωτικά πλήγματα εάν το Ιράν προχωρήσει ξανά σε υψηλού επιπέδου εμπλουτισμό.
Παρότι ο ανώτατος ηγέτης Αλί Χαμενεΐ δηλώνει κατηγορηματικά αντίθετος σε διαπραγματεύσεις «υπό απειλή», η οικονομική κατάρρευση και η οργή της κοινωνίας πιέζουν σκληρά την ιρανική ηγεσία. Με τις τιμές να εκτοξεύονται, το νόμισμα να καταρρέει και βασικές υποδομές ενέργειας και ύδατος να δυσλειτουργούν, κορυφαίοι αξιωματούχοι αναζητούν εναγωνίως διέξοδο για τη μείωση της διεθνούς απομόνωσης. Δεν είναι τυχαίο ότι πρόσφατα και ο σύμβουλος του Χαμενεΐ, Καμάλ Χαραζί, κάλεσε τις ΗΠΑ να επιδιώξουν «ουσιαστικό διάλογο στη βάση του αμοιβαίου σεβασμού».
Σε αυτό το τοπίο αυξημένης αστάθειας, η Σαουδική Αραβία εμφανίζεται ως ο πιο πιθανός μεσολαβητής για να αποτρέψει μια ακόμη περιφερειακή ανάφλεξη και να οδηγήσει τις δύο πλευρές πίσω στο τραπέζι των συνομιλιών.






