Το υπουργείο Εξωτερικών των Ηνωμένων Πολιτειών έχει προβεί σε απόφαση έγκρισης πιθανής πώλησης στρατιωτικού υλικού (Foreign Military Sale) προς την Ουκρανία, που αφορά υπηρεσίες υποστήριξης και συναφές υλικό για το αντιαεροπορικό σύστημα PATRIOT, με εκτιμώμενο κόστος 105 εκατομμυρίων δολαρίων. Η αρμόδια Υπηρεσία Αμυντικής Συνεργασίας (Defense Security Cooperation Agency – DSCA) γνωστοποίησε ότι παρέδωσε στο Κογκρέσο την απαιτούμενη πιστοποίηση.
Η κυβέρνηση της Ουκρανίας έχει ζητήσει την προμήθεια άρθρων και υπηρεσιών υποστήριξης για το σύστημα PATRIOT, τα οποία περιλαμβάνουν, μεταξύ άλλων, την αναβάθμιση εκτοξευτών M901 στη διαμόρφωση M903, καθώς και ταξινομημένες και μη ταξινομημένες λίστες φορτίων (prescribed load lists) και εγκεκριμένων αποθεμάτων (authorized stockage lists) για τον επίγειο εξοπλισμό υποστήριξης. Στο πακέτο περιλαμβάνονται επίσης «άλλες αναγκαίες υπηρεσίες, παρελκόμενα, ανταλλακτικά, υποστήριξη, εκπαίδευση, αξεσουάρ και συναφή στοιχεία λογιστικής και προγραμματικής υποστήριξης». Η συνολική εκτιμώμενη αξία της προτεινόμενης πώλησης ανέρχεται στα 105 εκατ. δολάρια.
Σύμφωνα με τις αμερικανικές αρχές, η προτεινόμενη πώληση θα υποστηρίξει τους στόχους εξωτερικής πολιτικής και εθνικής ασφάλειας των ΗΠΑ, ενισχύοντας την ασφάλεια ενός εταίρου «που αποτελεί δύναμη πολιτικής σταθερότητας και οικονομικής προόδου στην Ευρώπη».
Όπως αναφέρεται στη σχετική κοινοποίηση, η συμφωνία αποσκοπεί στο να ενισχύσει την ικανότητα της Ουκρανίας να αντιμετωπίζει τρέχουσες και μελλοντικές απειλές, προσφέροντας πιο ανθεκτική τοπική ικανότητα υποστήριξης και συντήρησης του συστήματος PATRIOT, ώστε να μπορεί να διεξάγει αποστολές αυτοάμυνας και περιφερειακής ασφάλειας. Διευκρινίζεται ότι η Ουκρανία «δεν θα έχει δυσκολία να ενσωματώσει αυτά τα υλικά και τις υπηρεσίες στις ένοπλες δυνάμεις της».
Η αμερικανική κυβέρνηση τονίζει ότι η προτεινόμενη πώληση του συγκεκριμένου εξοπλισμού και της υποστήριξης «δεν θα μεταβάλει τη βασική στρατιωτική ισορροπία στην περιοχή».
Κύριοι ανάδοχοι του προγράμματος θα είναι η RTX Corporation, με έδρα το Άρλινγκτον της Βιρτζίνια, και η Lockheed Martin, με έδρα το Μπεθέσδα στο Μέριλαντ. Στο παρόν στάδιο, η αμερικανική κυβέρνηση δηλώνει ότι δεν είναι ενήμερη για τυχόν συμφωνία αντισταθμιστικών ωφελημάτων (offset). Οποιαδήποτε τέτοια ρύθμιση θα αποτελέσει αντικείμενο διαπραγμάτευσης μεταξύ του αγοραστή και των αναδόχων.
Για την υλοποίηση της προτεινόμενης πώλησης προβλέπεται η αποστολή περίπου πέντε επιπλέον στελεχών της αμερικανικής κυβέρνησης και δεκαπέντε εκπροσώπων αμερικανικών εταιρειών σε διοίκηση των αμερικανικών δυνάμεων στην Ευρώπη (European Combatant Command), για χρονικό διάστημα έως και ενός μήνα, με αντικείμενο την υποστήριξη της εκπαίδευσης και την πραγματοποίηση περιοδικών συναντήσεων.
Στο κείμενο της DSCA αναφέρεται επίσης ότι «δεν θα υπάρξει αρνητική επίπτωση στην ετοιμότητα των αμερικανικών ενόπλων δυνάμεων» από την προτεινόμενη πώληση.
Τέλος, επισημαίνεται ότι η περιγραφή του πακέτου και η εκτιμώμενη αξία αφορούν τις ανώτατες ποσότητες και ανώτατο κόστος, βάσει των αρχικών απαιτήσεων. Το πραγματικό ποσό ενδέχεται να είναι χαμηλότερο, ανάλογα με τις τελικές προδιαγραφές, τις πιστώσεις που θα εγκριθούν και τις συμβάσεις πώλησης που θα υπογραφούν, «εάν και όταν» αυτές ολοκληρωθούν.






