Το Χονγκ Κονγκ οδεύει στις κάλπες με την πόλη ακόμη βυθισμένη στο πένθος και στη οργή μετά τη χειρότερη πυρκαγιά των τελευταίων οκτώ δεκαετιών, που άφησε πίσω της τουλάχιστον 159 νεκρούς και ένα κοινωνικό σώμα αποφασισμένο να ζητήσει λογαριασμό. Η φωτιά, που κράτησε σχεδόν δύο μερόνυχτα, αποκάλυψε. σύμφωνα με τις αρχές, επικίνδυνα υλικά και κακοτεχνίες σε συγκρότημα κατοικιών, πυροδοτώντας οργή και δυσπιστία.
Καθώς η κυβέρνηση προσπαθεί να περιορίσει το κύμα αγανάκτησης, άνοιξε ταυτόχρονα ποινικές και διαφθορικές έρευνες, επιχειρώντας να δείξει ότι ελέγχει την κατάσταση. Όλα αυτά τη στιγμή που η πόλη προχωρά στις εκλογές για το Νομοθετικό Συμβούλιο, όπου δικαίωμα συμμετοχής έχουν μόνο όσοι υποψήφιοι έχουν «εγκριθεί» από την κινεζική διοίκηση ως «πατριώτες».
Το Πεκίνο, φοβούμενο νέες εστίες διαμαρτυρίας, προειδοποίησε ότι δεν θα ανεχτεί καμία «αντι-κινεζική» κινητοποίηση, ενώ κάλεσε τα διεθνή μέσα να μην «διαστρεβλώνουν» την πραγματικότητα. Το μήνυμα ήταν σαφές:
Καμία αφορμή δεν θα γίνει δεκτή για αμφισβήτηση της γραμμής του καθεστώτος.
Η πυρκαγιά που τύλιξε επτά πύργους στο συγκρότημα Wang Fuk Court αποτελεί τη μεγαλύτερη δοκιμασία για την κυριαρχία του Πεκίνου μετά τις μαζικές διαδηλώσεις του 2019. Μετά την επιβολή του νόμου εθνικής ασφάλειας και την εκλογική αναθεώρηση του 2021, η δημοκρατική συμμετοχή έχει συρρικνωθεί σε ιστορικά χαμηλά επίπεδα. Η δημόσια προτροπή για αποχή έχει ποινικοποιηθεί, ενώ επτά άτομα συνελήφθησαν μέσα στην εβδομάδα επειδή ενθάρρυναν άλλους να μη ψηφίσουν.
Ο επικεφαλής της πόλης, Τζον Λι, κάλεσε τους πολίτες να «ρίξουν μια κρίσιμη ψήφο» που –όπως είπε– θα βοηθήσει τους πληγέντες και θα στηρίξει τις μεταρρυθμίσεις. Η υπηρεσία εθνικής ασφάλειας προχώρησε σε ακόμη πιο σφιχτό μήνυμα: «Αν αγαπάς πραγματικά το Χονγκ Κονγκ, θα ψηφίσεις».
Οι εκλογικές καμπάνιες όμως παραμένουν υποτονικές. Στους δρόμους κυριαρχεί η θλίψη, όχι οι αφίσες. Στην περιοχή Tai Po, κοντά στα σύνορα με την ηπειρωτική Κίνα, οι κάτοικοι ακόμη μετρούν απώλειες.
Οι τελευταίες εκλογές του 2021 είχαν καταγράψει το χαμηλότερο ποσοστό συμμετοχής από το 1997, μόλις 30,2%. Τώρα, με την πόλη τραυματισμένη και την κυβέρνηση σε κατάσταση συναγερμού, η συμμετοχή της Κυριακής θα αποτελέσει βαρόμετρο για το κατά πόσο η κοινωνία εμπιστεύεται –ή αμφισβητεί– το μοντέλο που της επιβάλλεται.






