Οι ΗΠΑ ανησυχούν για τις συνεχιζόμενες μάχες και τα θύματα στα σύνορα μεταξύ Καμπότζης και Ταϊλάνδης και ζήτησαν «να σταματήσουν αμέσως» οι συγκρούσεις, λιγότερο από δύο μήνες μετά την κατάπαυση του πυρός που συνυπέγραψαν οι ηγέτες των δύο χωρών και ο Αμερικανός πρόεδρος Ντόναλντ Τραμπ.
«Προτρέπουμε θερμά να παύσουν αμέσως οι εχθροπραξίες, να προστατευθούν οι άμαχοι και να εφαρμόσουν οι δύο πλευρές» τα μέτρα αποκλιμάκωσης που περιγράφονται στην ειρηνευτική συμφωνία της Κουάλα Λουμπούρ, της 26ης Οκτωβρίου, δήλωσε ο υπουργός Εξωτερικών Μάρκο Ρούμπιο αναφερόμενος στο κείμενο που υπέγραψαν οι δύο χώρες υπό την αιγίδα του Τραμπ και του πρωθυπουργού της Μαλαισίας Ανουάρ Ιμπραχίμ.
Ένας κορυφαίος σύμβουλος του πρωθυπουργού της Καμπότζης είπε ότι η χώρα του είναι ανοιχτή σε διμερείς συνομιλίες με την Ταϊλάνδη για να σταματήσουν οι συγκρούσεις που συνεχίστηκαν σήμερα για δεύτερη ημέρα, μετά την κατάρρευση της συμφωνίας.
Τουλάχιστον 13 άνθρωποι σκοτώθηκαν και εκατοντάδες χιλιάδες εκτοπίστηκαν και από τις δύο πλευρές των συνόρων αλλά οι δύο κυβερνήσεις μέχρι τώρα φαίνονται απρόθυμες να υποχωρήσουν και να ξεκινήσουν διαπραγματεύσεις.
«Ας πούμε ότι σε μια ώρα από τώρα οι δύο πλευρές αποφασίζουν να καθίσουν στο τραπέζι και να ξεκινήσουν μια επικοινωνία», είπε ο Σουός Γιάρα, σύμβουλος του Καμποτζιανού πρωιθυπουργού Χουν Μανέτ, σε συνέντευξη που παραχώρησε στο πρακτορείο Reuters. «Αυτό θα ήταν μια πολύ καλή ιδέα», πρόσθεσε.
Νωρίτερα, ο υπουργός Εξωτερικών της Ταϊλάνδης είπε ότι η Καμπότζη θα πρέπει να κάνει το πρώτο βήμα προς την αποκλιμάκωση, αποκλείοντας την πιθανότητα μεσολάβησης από τρίτο μέρος.
Η Ταϊλάνδη έχει κατηγορήσει πολλές φορές την Καμπότζη ότι παραβιάζει τη συμφωνία, προχωρώντας και σε νέες ναρκοθετήσεις. Τον περασμένο μήνα, έπειτα από μια έκρηξη νάρκης που είχε ως αποτέλεσμα να ακρωτηριαστεί ένας Ταϊλανδός στρατιώτης, η Μπανγκόκ αποχώρησε από τη συμφωνία.
Η Καμπότζη αρνείται τις κατηγορίες, επιμένοντας ότι τηρεί τη συμφωνία του Οκτωβρίου.
Εν μέσω των συνεχιζόμενων μαχών, ο πρωθυπουργός της Ταϊλάνδης Ανουτίν Τσαρνβιράκουλ απέκλεισε τον διάλογο λέγοντας ότι ο στρατός έχει την πλήρη στήριξη της κυβέρνησής του να συνεχίσει τις επιχειρήσεις του.




