Δεν είχαν ψυγεία. Δεν είχαν αντισηπτικά. Δεν υπήρχαν σαπούνια, χλωρίνες ή εφαρμογές με ημερομηνία λήξης. Κι όμως, οι Αρχαίοι Έλληνες έτρωγαν χθεσινά, προχθεσινά, μισοσαπισμένα, ψάρια που σήμερα δεν θα τολμούσαμε να μυρίσουμε. Και δεν έπεφταν ξεροί μετά από κάθε γεύμα. Πώς επιβίωναν; Τι στομάχια είχαν τέλος πάντων;
Το νερό που έπιναν ήταν από πηγές και ποτάμια. Χωρίς φίλτρα, χωρίς χλώριο. Τα χέρια ήταν το πιρούνι και το μαχαίρι τους. Το ψωμί μούχλιαζε και το έτρωγαν, ή το έκαναν παξιμάδι. Το κρασί ήταν χλιαρό, ξινό, ανακατεμένο με νερό ή μυρωδικά. Κι όμως, δεν μιλούσαν για στομαχόπονους και εμετούς με κάθε γεύμα. Είχαν έναν οργανισμό που σήμερα θα τον λέγαμε… θωρακισμένο.
Η απάντηση δεν είναι μαγική. Είναι εξελικτική. Ο οργανισμός τους είχε συνηθίσει. Από μικροί ζούσαν σε ένα περιβάλλον γεμάτο μικρόβια. Το έντερό τους είχε τεράστια ποικιλία βακτηρίων. Το ανοσοποιητικό τους σύστημα ήταν σε μόνιμη εγρήγορση. Ήταν ένα σώμα που δεν είχε μάθει να ζει αποστειρωμένα. Είχε μάθει να αντέχει, όπως αναφέρει το sportime.gr
Αυτό δε σημαίνει πως δεν αρρώσταιναν. Απλώς, η στομαχική ενόχληση δεν ήταν κάτι ασυνήθιστο ή τρομακτικό. Ήταν μέρος της καθημερινότητας. Και η διατροφή τους, χωρίς πολλά λιπαρά, χωρίς υπερβολή, χωρίς επεξεργασία, κρατούσε το σώμα τους σε πιο ισορροπημένη λειτουργία. Το στομάχι τους δεν είχε μάθει να φοβάται τα φυσικά. Είχε μάθει να υπομένει τα άγρια.
Όσοι δεν άντεχαν, απλώς δεν επιβίωναν. Η ίδια η φύση διάλεγε ποιοι θα συνεχίσουν. Έτσι, γενιές επί γενεών έχτισαν μια σωματική αντοχή που σήμερα θα μας φαίνεται υπεράνθρωπη. Όχι γιατί ήταν αθάνατοι. Αλλά γιατί ζούσαν με το ένστικτο, όχι με την ετικέτα της συσκευασίας.
ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΖΗΣΟΥΜΕ ΤΟΝ ΘΕΡΜΟΠΥΡΗΝΙΚΟ ΟΛΕΘΡΟ ΑΜΕΣΩΣ