Ο Πρόεδρος των ΗΠΑ Ντόναλντ Τραμπ ανακοίνωσε την επιβολή δασμού 50% στα βραζιλιάνικα προϊόντα που εισάγονται στις Ηνωμένες Πολιτείες, με ισχύ από την 1η Αυγούστου 2025. Η απόφαση αυτή, όπως δήλωσε, αποτελεί αντίδραση στην «εκστρατεία δίωξης» κατά του πρώην προέδρου της Βραζιλίας Ζαΐρ Μπολσονάρου, την οποία χαρακτήρισε «διεθνή ντροπή».
Επιπλέον, ο Τραμπ επικαλέστηκε επιθέσεις κατά της ελευθερίας των εκλογών στη Βραζιλία και περιορισμούς στην ελευθερία του λόγου Αμερικανών πολιτών, που προκύπτουν από εντολές λογοκρισίας του Ανώτατου Ομοσπονδιακού Δικαστηρίου (STF) της Βραζιλίας, για τις οποίες κατηγορεί την κυβέρνηση του προέδρου Λουίζ Ινάσιο Λούλα ντα Σίλβα.
Επιστολή Τραμπ προς Λούλα: Δασμοί για ισορροπία και εθνική ασφάλεια
Σε επιστολή του προς τον πρόεδρο Λούλα, ο Τραμπ τόνισε ότι οι δασμοί είναι απαραίτητοι για την αντιμετώπιση του εμπορικού ελλείμματος των ΗΠΑ με τη Βραζιλία, το οποίο χαρακτήρισε «απειλή για την οικονομία και την εθνική ασφάλεια» των Ηνωμένων Πολιτειών. «Οι δασμοί αυτοί είναι πολύ χαμηλότεροι από ό,τι απαιτείται για την εξισορρόπηση του εμπορίου μεταξύ των δύο χωρών», ανέφερε, προειδοποιώντας ότι οποιαδήποτε αύξηση δασμών από τη Βραζιλία θα προστεθεί στο ήδη επιβληθέν 50%.
Λόγω των επιθέσεων της Βραζιλίας στις ελεύθερες εκλογές και στα θεμελιώδη δικαιώματα ελευθερίας του λόγου των Αμερικανών, από την 1η Αυγούστου 2025, θα επιβληθεί δασμός 50% σε όλα τα βραζιλιάνικα προϊόντα που εισάγονται στις ΗΠΑ», έγραψε ο Τραμπ.
Οι διώξεις κατά του Μπολσονάρου και η στήριξη του Τραμπ
Η απόφαση του Τραμπ έρχεται λίγες ημέρες μετά από ανάρτησή του στην πλατφόρμα Truth Social, όπου εξέφρασε την υποστήριξή του στον Μπολσονάρου, ο οποίος αντιμετωπίζει πολλαπλές δικαστικές διώξεις μετά την αποχώρησή του από την προεδρία τον Ιανουάριο του 2023. Ο υπουργός του STF Αλεξάντρε ντε Μοράες, γνωστός για την εκστρατεία του κατά των «ψευδών ειδήσεων», ηγείται ερευνών που στοχεύουν τον πρώην πρόεδρο και άλλες εξέχουσες προσωπικότητες της Βραζιλίας.
Ο Μπολσονάρου, ο οποίος έχει απαγορευτεί από το να θέσει υποψηφιότητα για δημόσια αξιώματα μέχρι το 2030, κατηγορείται ότι συνωμότησε για τη δολοφονία του Λούλα και την οργάνωση «πραξικοπήματος» μετά την οριακή ήττα του στις εκλογές του 2022. Σε περίπτωση καταδίκης, ο 70χρονος πρώην πρόεδρος κινδυνεύει με ποινή φυλάκισης έως και 39 ετών, κάτι που ο ίδιος περιέγραψε σε συνέντευξή του τον Μάρτιο ως «το τέλος της ζωής του».
Επιπρόσθετα, ο Μπολσονάρου κατηγορείται για υπεξαίρεση κοσμημάτων που δώρισε η κυβέρνηση της Σαουδικής Αραβίας στη Βραζιλία κατά τη διάρκεια της θητείας του. Μια άλλη κατηγορία, για πλαστογράφηση πιστοποιητικού εμβολιασμού κατά του κορωνοϊού το 2022, αποσύρθηκε τον Μάρτιο λόγω έλλειψης επαρκών αποδεικτικών στοιχείων.
Η απάντηση του Λούλα: Υπεράσπιση της εθνικής κυριαρχίας
Ο πρόεδρος Λούλα αντέδρασε με μακροσκελή ανάρτηση στο X, υπερασπιζόμενος την κυριαρχία της Βραζιλίας και απορρίπτοντας τις κατηγορίες για εμπορικό έλλειμμα. «Η Βραζιλία είναι κυρίαρχο κράτος με ανεξάρτητους θεσμούς που δεν δέχονται εξωτερικό έλεγχο», δήλωσε, προσθέτοντας ότι τα στοιχεία του αμερικανικού υπουργείου Εμπορίου δείχνουν πλεόνασμα 410 δισεκατομμυρίων δολαρίων υπέρ των ΗΠΑ τα τελευταία 15 χρόνια.
Ο Λούλα υπογράμμισε ότι οι δικαστικές διώξεις κατά του Μπολσονάρου υπάγονται αποκλειστικά στη δικαιοδοσία της βραζιλιάνικης δικαιοσύνης και δεν υπόκεινται σε εξωτερικές παρεμβάσεις. Επιπλέον, υπερασπίστηκε τους περιορισμούς σε ψηφιακές πλατφόρμες, δηλώνοντας ότι η βραζιλιάνικη κοινωνία απορρίπτει περιεχόμενο που προάγει μίσος, ρατσισμό ή παραβιάζει τα ανθρώπινα δικαιώματα. «Η ελευθερία του λόγου στη Βραζιλία δεν πρέπει να συγχέεται με επιθέσεις ή βίαιες πρακτικές», ανέφερε, τονίζοντας ότι όλες οι εταιρείες, εγχώριες ή ξένες, οφείλουν να συμμορφώνονται με τη νομοθεσία της χώρας.
Οι επιπτώσεις των δασμών και το μέλλον των διμερών σχέσεων
Η επιβολή των δασμών αναμένεται να κλιμακώσει τις εντάσεις μεταξύ ΗΠΑ και Βραζιλίας, δύο σημαντικών εμπορικών εταίρων. Η απόφαση του Τραμπ αντικατοπτρίζει την προτεραιότητά του στην προστασία των αμερικανικών συμφερόντων, ενώ η σκληρή στάση του Λούλα υποδηλώνει ότι η Βραζιλία δεν θα υποχωρήσει εύκολα. Το ζήτημα της ελευθερίας του λόγου και της ανεξαρτησίας της δικαιοσύνης παραμένει κεντρικό στις διμερείς σχέσεις, με πιθανές επιπτώσεις τόσο στην οικονομία όσο και στη διπλωματία.