Μια ιστορία που δείχνει πώς το να μεγαλώνεις μέσα σε μια βιβλιοθήκη μπορεί να αλλάξει τη ζωή σου και να δώσει σε μια οικογένεια την αίσθηση ότι κατοικούσε σε έναν χώρο μαγικό.
Στη Νέα Υόρκη της δεκαετίας του 1940, όταν τα υποκαταστήματα της Δημόσιας Βιβλιοθήκης χτίζονταν με μεγαλοπρέπεια για να σταθούν σαν φάροι γνώσης στις γειτονιές της πόλης, οι αρχιτέκτονες τους είχαν συμπεριλάβει κάτι που σήμερα μοιάζει σχεδόν αδιανόητο: ένα μικρό διαμέρισμα στον τελευταίο όροφο, προορισμένο για τον επιστάτη που θα φρόντιζε το κτίριο, θα το κρατούσε καθαρό και θα τροφοδοτούσε τους άνθρακες στον καυστήρα του.
Σε ένα από αυτά τα διαμερίσματα, στο παράρτημα Fort Washington της βιβλιοθήκης στο Washington Heights, βρέθηκε να ζει ο Raymond Clark με την οικογένειά του. Μαζί του ήρθαν ο έφηβος γιος του Ronald και, μερικά χρόνια αργότερα, η μικρή εγγονή του Jamilah. Έτσι ξεκίνησε μια ιστορία που δείχνει πώς το να μεγαλώνεις μέσα σε μια βιβλιοθήκη μπορεί να αλλάξει τη ζωή σου και να δώσει σε μια οικογένεια την αίσθηση ότι κατοικούσε σε έναν χώρο μαγικό.
Η ντροπή μετατρέπεται σε προνόμιο
Όταν μετακόμισαν εκεί, ο Ronald ήταν ακόμα στην εφηβεία και δεν είχε καμία σχέση με την εικόνα του «βιβλιοφάγου». Αντιθέτως, ένιωθε ντροπή. «Τα παιδιά είναι παράξενα, πάντα θέλουν να μοιάζουν φυσιολογικά», θυμάται. Το να λες ότι ζεις σε μια βιβλιοθήκη, σε μια πόλη όπου οι περισσότεροι συνομήλικοί σου ζούσαν σε διαμερίσματα με τις οικογένειές τους, ακουγόταν σαν κάτι περίεργο, ακόμα και γραφικό. Όμως σιγά σιγά η ντροπή μετατράπηκε σε προνόμιο. Ο Ronald συνειδητοποίησε ότι είχε πρόσβαση σε έναν ολόκληρο κόσμο από βιβλία, σε μια απέραντη αποθήκη γνώσης που άνοιγε τις πόρτες της μόνο γι’ αυτόν όταν τα φώτα έσβηναν για το κοινό.
Η δίψα για μάθηση που γεννήθηκε μέσα στα ράφια
Σταδιακά άρχισε να περιπλανιέται ανάμεσα στις στοίβες, να παίρνει τυχαία τίτλους και να βυθίζεται σε αναγνώσματα που δεν θα είχε ποτέ ανακαλύψει διαφορετικά. Κάθε καινούργιο βιβλίο ήταν ένα μικρό σοκ, μια νέα αποκάλυψη. Ένα βράδυ, ξαπλωμένος στο κρεβάτι του, σκεφτόταν τις αντιφάσεις ανάμεσα στη θεωρία της εξέλιξης και στη βιβλική δημιουργία.
Στις δύο τα ξημερώματα σηκώθηκε, κατέβηκε στον όροφο με τα θεολογικά βιβλία, πήρε μια Βίβλο και ένα εγκυκλοπαιδικό λήμμα για την εξέλιξη και άρχισε να τα συγκρίνει. Ανακάλυψε ότι και τα δύο αφηγούνταν μια αλληλουχία που, με διαφορετική γλώσσα, έλεγε την ίδια ιστορία: πρώτα νερό, μετά ψάρια, ερπετά, θηλαστικά και στο τέλος άνθρωποι. Εκείνη η στιγμή άλλαξε τον τρόπο με τον οποίο έβλεπε τον κόσμο.
Η εμπειρία του να μεγαλώνει σε βιβλιοθήκη τον έκανε τον πρώτο από την οικογένειά του που αποφοίτησε από το λύκειο και αργότερα πήγε στο πανεπιστήμιο. Η δίψα για μάθηση που γεννήθηκε μέσα στα ράφια πέρασε και στην κόρη του, την Jamilah, που έζησε τα πρώτα πέντε χρόνια της ζωής της στο ίδιο διαμέρισμα. Για εκείνη, το να ζεις σε βιβλιοθήκη δεν ήταν κάτι παράξενο αλλά ο φυσικός τρόπος ύπαρξης. Όταν κατέβαινε στον παιδικό όροφο με τον παππού της, είχε «ολόκληρη την αίθουσα για τον εαυτό της». Τα παζλ, τα παιδικά βιβλία, οι μικρές χαλιναγωγημένες γωνιές της παιδικής φαντασίας ήταν το προσωπικό της βασίλειο.
Τις Κυριακές, όταν οι πόρτες έκλειναν για το κοινό, η βιβλιοθήκη γινόταν αποκλειστικά δική τους. Έτρωγαν ήσυχα δείπνα, παρατηρούσαν την πόλη από τα μεγάλα παράθυρα και περιφέρονταν στους ορόφους με την ελευθερία ανθρώπων που είχαν κερδίσει το πιο σπάνιο προνόμιο: να ζουν μέσα στο κέντρο της γνώσης. Για την Jamilah, αυτό ήταν απλώς το σπίτι της. Δεν καταλάβαινε γιατί οι άλλοι άνθρωποι είχαν λίγα βιβλία στα ράφια τους· δεν γνώριζε ότι οι περισσότεροι έπρεπε να πάνε σε βιβλιοθήκη για να τα βρουν. Η δική της παιδική αθωότητα μπλέχτηκε με έναν απέραντο κόσμο κειμένων και εικόνων, κι αυτό σημάδεψε τη σχέση της με τη μάθηση και τη φαντασία.
Με το πέρασμα των χρόνων, τα διαμερίσματα εγκαταλείφθηκαν
Ο Ronald έβλεπε αυτή τη μετάδοση σαν μια αλυσίδα: από τη δική του αναπάντεχη ανακάλυψη της γνώσης στην παιδική περιέργεια της κόρης του. Και οι δύο έζησαν την εμπειρία μιας βιβλιοθήκης που, αντί να είναι απλώς δημόσιος χώρος, έγινε σαλόνι και υπνοδωμάτιο, παιδική χαρά και σχολείο. Η ζωή τους μέσα στους τοίχους εκείνου του κτιρίου έδειχνε πόσο λεπτά είναι τα όρια ανάμεσα στον ιδιωτικό και στον δημόσιο χώρο, ανάμεσα στο σπίτι και στον θεσμό.
Με το πέρασμα των χρόνων, τα διαμερίσματα αυτά εγκαταλείφθηκαν. Οι φροντιστές δεν χρειάζονταν πια να μένουν μέσα στα κτίρια και η ανάγκη για χώρους αφιερωμένους σε προγράμματα τεχνολογίας και εκμάθησης γλωσσών μεγάλωνε. Το διαμέρισμα των Clark ανακαινίστηκε με κόστος 4,4 εκατομμυρίων δολαρίων και μετατράπηκε σε χώρο για εφήβους, για μαθήματα και εργαστήρια. Όταν ο Ronald και η Jamilah επέστρεψαν για την τελετή εγκαινίων, ένιωσαν ότι το εσωτερικό είχε αλλάξει εντελώς, αλλά ο χώρος, το φως, τα παράθυρα κρατούσαν ακόμα κάτι από την παλιά μαγεία.
Ο Ronald μίλησε για τη νοσταλγία του, αλλά και για τον ενθουσιασμό του για το νέο. Θυμήθηκε πώς η βιβλιοθήκη του χάρισε την πρώτη του σοβαρή επαφή με τη μάθηση, πώς διαμόρφωσε την κοσμοθεωρία του, πώς τον έκανε να πιστέψει στη δύναμη της γνώσης να αλλάζει ζωές. Η κόρη του, από την πλευρά της, κράτησε μέσα της την αίσθηση ότι η ανάγνωση και το παιχνίδι δεν ήταν ποτέ δύο ξεχωριστά πράγματα αλλά όψεις της ίδιας εμπειρίας.
Η ιστορία του πατέρα και της κόρης που έζησαν σε μια βιβλιοθήκη δεν είναι απλώς μια γραφική λεπτομέρεια από το παρελθόν της Νέας Υόρκης. Είναι μια μαρτυρία για το πώς οι χώροι της γνώσης μπορούν να γίνουν χώροι κατοικίας και πώς η καθημερινή συμβίωση με τα βιβλία μπορεί να γεννήσει ερωτήματα, να απαντήσει απορίες και να σπείρει τον σπόρο μιας ζωής διαφορετικής. Για τον Ronald, το να συγκρίνει στα δεκαπέντε του χρόνια τη Βίβλο με την επιστημονική εγκυκλοπαίδεια ήταν η στιγμή που η παιδική του αφέλεια συναντούσε την αμφιβολία, κι αυτή η αμφιβολία έγινε η αφετηρία για όλα όσα ακολούθησαν. Για την Jamilah, το να παίζει ανάμεσα σε στοίβες από παιδικά βιβλία ήταν η αφετηρία μιας σχέσης με τον κόσμο που πάντα θα περνούσε μέσα από τη φαντασία και τη δημιουργικότητα.
Ακόμα κι αν το διαμέρισμα στο Fort Washington έχει πλέον αλλάξει χρήση, η ιστορία του δείχνει πόσο απρόσμενα η υλικότητα ενός χώρου μπορεί να αλλάξει τη ζωή των ανθρώπων. Σήμερα, οι χώροι αυτοί φιλοξενούν μαθήματα, τεχνολογία, νέες γενιές. Αλλά για τους Clark, θα είναι πάντα το σπίτι όπου ένα παιδί έμαθε να αμφισβητεί, όπου ένα κορίτσι έμαθε να παίζει με τα βιβλία, όπου μια οικογένεια βρήκε τον πιο παράδοξο αλλά και τον πιο όμορφο τρόπο να μεγαλώσει: ανάμεσα στις σελίδες.