Η νευροδιαφορετικότητα, ένας όρος που τα τελευταία χρόνια κερδίζει έδαφος στην ανθρώπινη ψυχολογία και νευροεπιστήμη, φαίνεται πως δεν αφορά αποκλειστικά τους ανθρώπους. Σύμφωνα με ολοένα και περισσότερες επιστημονικές μελέτες, ενδείξεις διαφορετικής εγκεφαλικής λειτουργίας εντοπίζονται και σε αρκετά ζώα, οδηγώντας σε μια νέα, πιο συμπεριληπτική προσέγγιση στη φροντίδα των κατοικιδίων.
Η Jacqueline Boyd, Ανώτερη Λέκτορας Επιστήμης των Ζώων στο Nottingham Trent, εξηγεί ότι τα ζώα δεν μπορούν να εκφράσουν άμεσα πώς αντιλαμβάνονται τον κόσμο. Η συμπεριφορά τους αξιολογείται μέσα από ανθρώπινα φίλτρα – ένα σκυλί μπορεί να χαρακτηριστεί παρορμητικό, αν και η συγκεκριμένη συμπεριφορά μπορεί να είναι απολύτως φυσιολογική για τη φυλή του.
Έρευνες σε σκύλους, ποντίκια, αρουραίους και πιθήκους αποκαλύπτουν γενετικά και συμπεριφορικά στοιχεία που θυμίζουν ανθρώπινες νευροδιαφορές. Σε σκύλους, για παράδειγμα, η παρορμητικότητα φαίνεται να συνδέεται με ανισορροπία νευροδιαβιβαστών όπως η σεροτονίνη και η ντοπαμίνη – ουσίες κρίσιμες για τη ρύθμιση του συναισθήματος και της προσοχής.
Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει η περίπτωση των beagle με μετάλλαξη στο γονίδιο Shank3, το οποίο στους ανθρώπους συνδέεται με το φάσμα του αυτισμού. Τα συγκεκριμένα σκυλιά εμφανίζουν μειωμένη κοινωνικότητα και διαφορετικό συγχρονισμό εγκεφαλικής δραστηριότητας κατά την αλληλεπίδραση με ανθρώπους. Η συμπεριφορά τους επηρεάζεται τόσο από τη γενετική όσο και από τις πρώιμες εμπειρίες τους, ακριβώς όπως συμβαίνει και στους ανθρώπους.
Σε ορισμένες μελέτες, η χορήγηση μικρών δόσεων ψυχεδελικών ουσιών όπως το LSD φάνηκε να βελτιώνει προσωρινά την προσοχή και τον νευρωνικό συγχρονισμό στα ζώα αυτά – μια ένδειξη που ανοίγει νέα ερευνητικά ερωτήματα, παρά τις σημαντικές ηθικές και νομικές προκλήσεις.
Παράλληλα, η μελέτη της νευροδιαφορετικότητας στα ζώα έχει βοηθήσει στη βελτίωση των εργαλείων αξιολόγησης και στους ανθρώπους. Τεχνολογίες μηχανικής μάθησης έχουν ήδη εφαρμοστεί σε σκύλους με συμπεριφορές που μοιάζουν με ΔΕΠΥ, ενώ παρόμοιες μέθοδοι – όπως η ανάλυση κινήσεων ματιών – ενισχύουν τη διαγνωστική ακρίβεια και σε ανθρώπινους πληθυσμούς.
Για τους ιδιοκτήτες κατοικιδίων, οι ανακαλύψεις αυτές προσφέρουν έναν νέο τρόπο κατανόησης της συμπεριφοράς. Πολλά ζώα εμφανίζουν φόβο, άγχος, εμμονικές αντιδράσεις ή δυσκολίες στον αποχωρισμό – συμπεριφορές που δεν αποτελούν «κακή διαγωγή», αλλά πιθανές ενδείξεις ενός διαφορετικού τρόπου επεξεργασίας του κόσμου.
Με λίγα λόγια, η αναγνώριση της νευροδιαφορετικότητας σε σκύλους και γάτες μπορεί να οδηγήσει σε πιο ήπιες, στοχευμένες και επιστημονικά τεκμηριωμένες μεθόδους φροντίδας, ενισχύοντας τη σχέση ανθρώπου–ζώου και βελτιώνοντας σημαντικά την ποιότητα ζωής των τετράποδων συντρόφων μας.






