ΝΕΑ ΞΕΦΤΙΛΑ! Ο Βούλγαρος «Στουρνάρας» προσπαθεί να πείσει τους Βούλγαρους για το ευρώ και διαβεβαιώνει «Δεν θα γίνουμε Ελλάδα»

Κοινοποίηση:
COINS

Σε εντελώς διαφορετική άποψη απο τον πρόεδρο της Βουλγαρίας που ζήτησε δημοψήφισμα ο πρόεδρος της βουλγαρικής κεντρικής τράπεζας, πριν η χώρα μπει καν στο ευρώ κινείται αυτόνομα και πιέζει την εσωτερική κοινή γνώμη να αποδεχτούν το ευρωπαϊκό νόμισμα παρά το ότι υπάρχει έντονος σκεπτικισμός.

Σε γραμμή Φρανκφούρτης (έδρα της ΕΚΤ) και της Γερμανία που ζητά την εισαγωγή και άλλων φτωχών χωρών σε μια προσπάθεια να υποτιμηθεί πρακτικά το ευρώ ακόμα περισσότερο, ο διοικητής της κεντρικής τράπεζας της Βουλγαρίας αναμένει ότι η χώρα θα διατηρήσει την πολιτική και δημοσιονομική της πειθαρχία, ακόμη και καθώς η είσοδός της στην Ευρωζώνη μεταμορφώνει την ικανότητά της να δανείζεται.

Δηλαδή λιτότητα, αδυναμία ελέγχου της εσωτερικής οικονομίας και ακρίβεια για χάρη των βορείων χωρών που πλήττονται ιδιαίτερα από την πολιτική Ν.Τραμπ που με λιγότερο ισχυρό δολάριο έναντι του ευρώ και την νέα εμπορική του πολιτική έχει αφήσει πίσω τις ευρωπαϊκές βιομηχανίες να υπολειτουργούν.

Η βουλγαρική κοινωνία είναι σκεπτική με το ευρώ, βλέποντας το παράδειγμα της Κροατίας η οποία ζει μέρες ακρίβειας μετά την εισαγωγή στο κοινό νόμισμα, αλλά οι βουλγαρικές τραπεζικές αρχές βλέπουν τι θα πει το Βερολίνο.

Μάλιστα για να δείξουν ότι θα πάνε όλα καλά και ότι δεν έχουν τίποτα να φοβούνται, όπως ανέφερε το POLITICO σε άρθρο του το οποίο δημοσίευσε την Τετάρτη (11/6) η Εθνική Τράπεζα της Βουλγαρίας (BNB) διαμηνύει ότι: «Η Βουλγαρία δεν θα επαναλάβει το ελληνικό σενάριο όταν μπει στην Ευρωζώνη».

«Η δημοσιονομική πειθαρχία αποτελεί ακρογωνιαίο λίθο του μακροοικονομικού μας πλαισίου για περισσότερο από ένα τέταρτο του αιώνα και αυτό θα πρέπει να παραμείνει αμετάβλητο», δήλωσε ο διοικητής Ντίμιταρ Ράντεφ και πρόσθεσε:

«Η διαδικασία σύγκλισης θα πρέπει να ενισχύσει – όχι να αποδυναμώσει – τη μακροχρόνια δέσμευσή μας για δημοσιονομική σταθερότητα».

Οι προηγούμενες διευρύνσεις της Ευρωζώνης έχουν οδηγήσει σε οικονομικές ακμές ακολουθούμενες από υφέσεις στα νέα κράτη μέλη γιατί απλά το ευρώ είναι κομμένο και ραμμένο στα μέτρα της γερμανικής οικονομίας, καθώς προβλήματα δημιούργησε ακόμα και σε Γαλλία και Ιταλία.

Αυτό συμβαίνει επειδή τα επιτόκια της ΕΚΤ είναι συνήθως πολύ χαμηλά για οικονομίες με χαμηλό χρέος και υψηλή ανάπτυξη, όπως συμβαίνει συχνά με τα νέα μέλη, σε σύγκριση με τις πιο ανεπτυγμένες χώρες της Δυτικής Ευρώπης.

Ενώ η Ελλάδα αποτελεί το πιο χαρακτηριστικό παράδειγμα, οι οικονομικές υφέσεις έχουν επηρεάσει και χώρες που, όπως η Βουλγαρία, είχαν κομμουνιστική διακυβέρνηση στο παρελθόν με τα εγγενώς υπανάπτυκτα χρηματοπιστωτικά συστήματα και τους κανονισμούς της.

Ωστόσο, οι φόβοι για δαπάνες που τροφοδοτούνται από το χρέος μετά την επίτευξη ευνοϊκότερων συνθηκών χρηματοδότησης και ευκολότερης πρόσβασης στις διεθνείς κεφαλαιαγορές είναι αβάσιμοι, διαβεβαίωσε ο Ράντεφ χωρίς να μπορεί να το αποδείξει όμως.

«Έχουμε πλήρη επίγνωση ότι η ένταξη στην Ευρωζώνη συνεπάγεται την υιοθέτηση ενός πλαισίου πολιτικής σχεδιασμένου για ολόκληρη την περιοχή», δήλωσε ο Ράντεφ. «Η λύση είναι η ενίσχυση των εθνικών πολιτικών, ιδίως σε δημοσιονομικούς και διαρθρωτικούς τομείς, για να διασφαλιστεί η ανθεκτικότητα στο πλαίσιο ενός κοινού νομισματικού καθεστώτος» [σ.σ. συνεχή λιτότητα].

Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή και η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα έδωσαν την περασμένη εβδομάδα στη Βουλγαρία την τελική έγκριση για την υιοθέτηση του ευρώ την 1η Ιανουαρίου 2026, καθιστώντας την το 21ο μέλος της νομισματικής ένωσης.

Είναι μια ιστορική στιγμή για τη βαλκανική χώρα των 6,4 εκατομμυρίων και ΑΕΠ στα 100 δισ.δολάρια, η οποία δεσμεύτηκε για πρώτη φορά για το βήμα το 2007, αλλά αντιμετώπισε χρόνια καθυστερήσεων – πιο πρόσφατα λόγω μιας έκρηξης πληθωρισμού μετά την πανδημία και την εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία.

Για να ενταχθεί η Βουλγαρία στο ευρώ, ο μέσος πληθωρισμός της από τον Απρίλιο του 2024 έως τον Απρίλιο του 2025 έπρεπε να μειωθεί σε απόσταση 1,5 ποσοστιαίας μονάδας από τον ρυθμό των τριών χωρών της ΕΕ με τον χαμηλότερο πληθωρισμό.

Εκτινάχθηκε στο 4% στις αρχές του έτους, καθώς διάφορα μέτρα για την προστασία του πληθυσμού από την απότομη αύξηση του πληθωρισμού – όπως οι διακοπές ΦΠΑ σε εστιατόρια, ψωμί και αλεύρι – έληξαν.

Ωστόσο, υποχώρησε σε ετήσιο μέσο όρο 2,7% μέχρι τον Απρίλιο, με τη βοήθεια μιας σημαντικής πτώσης των κρατικά καθορισμένων διοικητικών τιμών, δηλαδή τεχνητά.

Τα νούμερα μπορεί τώρα να φαίνονται καλά, αλλά οι Βρυξέλλες σημείωσαν ότι η Βουλγαρία εξακολουθεί να αντιμετωπίζει προκλήσεις στην καταπολέμηση της διαφθοράς και στη βελτίωση της ανεξαρτησίας της δικαιοσύνης.

Ο Ράντεφ κατέστησε σαφές ότι το νέο καθεστώς της Βουλγαρίας δεν θα αλλάξει ριζικά την οικονομική της φιλοσοφία.

«Η βασική πρόκληση δεν είναι αν μπορούμε να δανειστούμε περισσότερο, αλλά αν παραμένουμε προσηλωμένοι στη χρήση του χρέους με συνετό και αναπτυξιακό τρόπο», είπε.

Η κεντρική τράπεζα της Βουλγαρίας θα αντιμετωπίσει επίσης μια σημαντική προσαρμογή. Υπό το καθεστώς του νομισματικού συμβουλίου, ο πληθωρισμός έχει σε μεγάλο βαθμό ελεγχθεί όχι μέσω της πολιτικής επιτοκίων — την οποία η Σόφια έχει παραχωρήσει — αλλά μέσω της δημοσιονομικής πειθαρχίας και της φορολογικής πολιτικής.

Οι κύριοι μοχλοί της Εθνικής Τράπεζας της Βουλγαρίας ήταν οι απαιτήσεις αποθεματικών των τραπεζών, οι οποίες επί του παρόντος ορίζονται στο 12%, και το επιτόκιο που χρεώνεται σε αυτά τα αποθεματικά, το οποίο ορίζεται στο μηδέν.

Αλλά θα χάσει τον έλεγχο και των δύο αυτών μοχλών από το επόμενο έτος, με πιθανές μεγάλες συνέπειες: Η απαίτηση αποθεματικών της ΕΚΤ είναι μόνο 1%.

Αυτό σημαίνει ότι, εφόσον οι άλλοι παράγοντες παραμείνουν σταθεροί, οι βουλγαρικές τράπεζες θα έχουν ξαφνικά πολύ περισσότερα χρήματα διαθέσιμα για δανεισμό, πυροδοτώντας μια πιστωτική άνθηση που βρίσκεται ήδη σε πλήρη εξέλιξη: Τα στεγαστικά δάνεια αυξήθηκαν κατά 26% το έτος έως τον Απρίλιο, ενώ τα καταναλωτικά δάνεια αυξήθηκαν κατά 14%.

Η ένταξη στην Ευρωζώνη και η εγκατάλειψη του νομισματικού συμβουλίου καταργεί έναν αυτόματο μηχανισμό πειθαρχίας και καθιστά τους κανόνες του Συμφώνου Σταθερότητας και Ανάπτυξης — ένα πλαίσιο που η ΕΕ έχει σκόπιμα καταστήσει πιο ευέλικτο — τον απόλυτο περιορισμό στη δημοσιονομική πολιτική.

Όλοι αυτοί οι κανόνες κατοχυρώνονται και στην εθνική νομοθεσία, αλλά στην έκθεση σύγκλισης, η ΕΚΤ σημείωσε ότι «είναι επιθυμητή η περαιτέρω πρόοδος» για να διασφαλιστεί ότι το δημοσιονομικό συμβούλιο της Βουλγαρίας, το οποίο είναι υπεύθυνο για την παρακολούθηση της τήρησης των κανόνων από την κυβέρνηση, μπορεί να παρέχει επαρκή λογοδοσία.

«Είναι δομικό χαρακτηριστικό της νομισματικής ένωσης ότι η νομισματική πολιτική είναι κοινή, ενώ οι δημοσιονομικές πολιτικές παραμένουν εθνικές», δήλωσε ο Ράντεφ, αναγνωρίζοντας τις πιθανές ασυμμετρίες.

«Δεν πρέπει να περιμένουμε από την ΕΚΤ να προσαρμόσει την πολιτική για τις μεμονωμένες οικονομίες — η ευθύνη βαρύνει τις εθνικές αρχές να ευθυγραμμιστούν και να προσαρμοστούν».

ΚΟΙΝΟΠΟΗΣΗ:

Leave a Response