Η παχυσαρκία συνεχίζει να αποτελεί ένα από τα μεγαλύτερα προβλήματα δημόσιας υγείας, γι’ αυτό και η επιστημονική κοινότητα εστιάζει πλέον όχι μόνο στο τι τρώμε, αλλά και πότε τρώμε. Μια πρόσφατη μελέτη από το Brigham and Women’s Hospital, που δημοσιεύτηκε στο Cell Metabolism, αποκαλύπτει ότι η κατανάλωση φαγητού σε προχωρημένες ώρες μπορεί να επιταχύνει τον δρόμο προς το υπερβάλλον βάρος.
Σε πειραματικό περιβάλλον, οι συμμετέχοντες ακολούθησαν δύο διαφορετικά διατροφικά πρωτόκολλα που είχαν τα ίδια ακριβώς γεύματα, αλλά με χρονική διαφορά περίπου τεσσάρων ωρών. Τα αποτελέσματα έδειξαν ότι το να τρως πιο αργά μέσα στην ημέρα επηρεάζει πολλαπλά το σώμα: αυξάνει την πείνα, διαταράσσει τις ορμόνες που ρυθμίζουν την όρεξη – όπως τη λεπτίνη και τη γκρελίνη – και επιβραδύνει την καύση θερμίδων.
Παράλληλα, τα μοριακά δεδομένα από τον λιπώδη ιστό των συμμετεχόντων υποδεικνύουν αλλαγές που ευνοούν την αποθήκευση λίπους και μειώνουν την ικανότητα αποδόμησης του ήδη υπάρχοντος. Αυτές οι μεταβολές, σε συνδυασμό με αυξημένη όρεξη και χαμηλότερη ενεργειακή δαπάνη, δημιουργούν ένα «τερραίν» που ευνοεί την αύξηση του βάρους.
Τα ευρήματα ενισχύουν παλιότερα στοιχεία που συνδέουν την αργοπορημένη κατανάλωση τροφής με υψηλότερο σωματικό βάρος και δυσκολίες στην απώλεια βάρους. Επιπλέον, άλλες μελέτες δείχνουν ότι το φαγητό πολύ αργά μπορεί να επιδεινώσει την ανοχή στη γλυκόζη και να μειώσει τις καύσεις λίπους κατά τη νύχτα, ακόμα και σε υγιή άτομα.
Καθώς ολοένα περισσότερες έρευνες επιβεβαιώνουν ότι ο χρονισμός των γευμάτων παίζει σημαντικό ρόλο στη ρύθμιση του βάρους, οι ειδικοί υπογραμμίζουν τη δυνατότητα προσαρμογής του ωραρίου φαγητού ως μέρος ευρύτερων στρατηγικών πρόληψης και αντιμετώπισης της παχυσαρκίας.






