Οι ναρκισσιστές μπορούν να αλλάξουν με τη βοήθεια της ψυχολογίας, αλλά η διαδικασία είναι εξαιρετικά δύσκολη και η επιτυχία εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό από το αν το άτομο με ναρκισσιστική διαταραχή προσωπικότητας (ΝΔΠ) είναι πρόθυμο να αναγνωρίσει τα προβληματικά του μοτίβα και να δεσμευτεί στη θεραπεία.
Η θεραπεία της Ναρκισσιστικής Διαταραχής Προσωπικότητας επικεντρώνεται κυρίως στην ψυχοθεραπεία, αλλά υπάρχουν σημαντικές προκλήσεις:
Έλλειψη αναγνώρισης προβλήματος: Τα άτομα με ΝΔΠ συχνά δυσκολεύονται να αναγνωρίσουν ότι έχουν κάποιο πρόβλημα, καθώς η διαταραχή είναι “εγω-συντονική” (ego-syntonic), δηλαδή οι συμπεριφορές τους θεωρούνται φυσιολογικές ή δικαιολογημένες από τους ίδιους.
Φόβος της ντροπής: Η παραδοχή ότι χρειάζονται βοήθεια ή ότι έχουν “ελαττώματα” μπορεί να προκαλέσει έντονα συναισθήματα ντροπής και ταπείνωσης, τα οποία προσπαθούν να αποφύγουν με κάθε κόστος.
Κίνητρο: Η αλλαγή είναι δυνατή μόνο εάν το κίνητρο προέρχεται από το ίδιο το άτομο και όχι από εξωτερική πίεση (π.χ. από έναν σύντροφο). Συνήθως αναζητούν θεραπεία όταν αντιμετωπίζουν μια κρίση, κατάθλιψη ή σοβαρά προβλήματα στις σχέσεις τους που τους επηρεάζουν άμεσα.
Μακροχρόνια διαδικασία: Η αλλαγή των βαθιά ριζωμένων ναρκισσιστικών προτύπων συμπεριφοράς και σκέψης απαιτεί χρόνο, προσπάθεια και δέσμευση σε μακροχρόνια ψυχοθεραπεία.
Ανάπτυξη ενσυναίσθησης: Μέσω της θεραπείας, μπορούν να μάθουν να σχετίζονται καλύτερα με τους άλλους, να αναπτύσσουν ενσυναίσθηση και να βρίσκουν την αίσθηση της αυτοεκτίμησής τους από εσωτερικές πηγές και όχι από τον συνεχή θαυμασμό των άλλων.
Συμπερασματικά, ενώ η αλλαγή είναι θεωρητικά εφικτή, απαιτεί ένα σπάνιο επίπεδο αυτογνωσίας και ισχυρό προσωπικό κίνητρο από την πλευρά του ναρκισσιστή.






