Στο Χαρτούμ, μια πόλη-φάντασμα που ακόμη μετρά τις πληγές της, το νοσοκομείο Μπασάερ παραμένει μία από τις τελευταίες νησίδες περίθαλψης. Εκεί, η Τουμά κάθεται βουβή, κρατώντας στην αγκαλιά της την τρίχρονη κόρη της, Μασατζέντ. Το παιδί είναι υποσιτισμένο και εξαντλημένο, με βλέμμα που δεν αντιδρά ούτε στους ήχους γύρω του. «Μακάρι να έκλαιγε», ψιθυρίζει η μητέρα της. «Δεν έχει πια δύναμη ούτε να κλάψει».
Η οικογένειά της εκτοπίστηκε όταν οι συγκρούσεις μεταξύ του στρατού και των παραστρατιωτικών Δυνάμεων Ταχείας Υποστήριξης (RSF) έφτασαν στο χωριό τους. «Μας πήραν τα πάντα – τα ζώα, τα χρήματα, το φαγητό», λέει η Τουμά. Τώρα, χωρίς πόρους, παρακολουθεί τα παιδιά της να λυγίζουν από την πείνα και την ασθένεια.
Στο Μπασάερ η φροντίδα είναι δωρεάν, αλλά τα φάρμακα κοστίζουν. Η Μασατζέντ έχει μια δίδυμη αδελφή, τη Μαναχίλ. Υπήρχε μόνο ένα αντιβιοτικό. Η μητέρα τους αναγκάστηκε να διαλέξει σε ποιο παιδί θα το δώσει. «Θέλω μόνο να τις ξαναδώ να παίζουν μαζί», λέει με τρεμάμενη φωνή, κρατώντας το παιδί που ίσως δεν τα καταφέρει.
Οι γιατροί μιλούν ψιθυριστά. «Κανένα από αυτά τα παιδιά δεν θα τα καταφέρει», λέει ένας.
Μια πόλη στα όρια της εξαφάνισης
Το Χαρτούμ κάποτε έσφυζε από ζωή στις όχθες του Νείλου. Σήμερα, μόνο σιωπή και ερείπια. Για δύο χρόνια, μέχρι την πρόσφατη ανακατάληψή της από τον στρατό, η πόλη βρισκόταν υπό τον έλεγχο των RSF. Τανκς στους δρόμους, καμένα κτίρια, τρόμος παντού.
Ο 12χρονος Ζάχερ περιφέρεται ανάμεσα σε κατεστραμμένα αυτοκίνητα και σκόνη. Έχει χάσει και τα δύο του πόδια από έκρηξη drone, την ώρα που προσπαθούσε να βοηθήσει τη μητέρα του να πουλήσει φακές για να επιβιώσουν. «Θέλω μόνο να ξαναπαίξω ποδόσφαιρο», λέει. Η μητέρα του ακόμη δεν μπορεί να του εξηγήσει γιατί δεν κατάφεραν να τον σώσουν.
Η βία καταστρέφει τα σχολεία, αλλά όχι κάθε ελπίδα
Ο 16χρονος Άχμεντ δουλεύει καθαρίζοντας ερείπια σε ένα παλιό λούνα παρκ για 50 δολάρια τον μήνα. Δεν πηγαίνει σχολείο. Έχει χάσει την επαφή με τα περισσότερα αδέλφια του. Έχει βρει ανθρώπινα λείψανα. «Δεν ονειρεύομαι πια», λέει. «Πιστεύω ότι θα πεθάνω κι εγώ».
Όμως, μέσα σε αυτή την καταστροφή, υπάρχει και κάτι που κρατά τους ανθρώπους ζωντανούς. Σε ένα εγκαταλελειμμένο σπίτι, μια δασκάλα, η κυρία Αμάλ, έχει στήσει μια αυτοσχέδια τάξη. Διδάσκει με ό,τι μέσα έχει, προσφέροντας λίγη κανονικότητα. «Τα παιδιά αυτά κουβαλούν μέσα τους τη γλώσσα του πολέμου. Είναι επιθετικά, φοβισμένα, μα διψούν για γνώση», λέει.
Ο Ζάχερ, παρά τον ακρωτηριασμό του, συμμετέχει. Σέρνεται στα γόνατα για να παίξει μπάλα. Ονειρεύεται προσθετικά πόδια, μια επιστροφή στο σχολείο και μια ζωή που να μοιάζει με παιδική.
«Η αγαπημένη μου ομάδα είναι η Ρεάλ Μαδρίτης», λέει γελώντας. «Ο αγαπημένος μου παίκτης είναι ο Βινίσιους».
Μέσα στα ερείπια, εκεί που όλα μοιάζουν χαμένα, η φωνή του αντηχεί σαν υπενθύμιση πως η ελπίδα πεθαίνει τελευταία – ειδικά όταν τη φωνάζει ένα παιδί.