Το μέτρο αφορά αποκλειστικά τις αστικές συγκοινωνίες και έρχεται να καλύψει ένα κενό ελέγχου σε ένα περιβάλλον όπου τα ατυχήματα και τα επικίνδυνα περιστατικά δεν είναι σπάνια. Η εφαρμογή θα καταγράφει την ταχύτητα του οχήματος, τα απότομα φρεναρίσματα, τους ελιγμούς που ενδέχεται να είναι επικίνδυνοι και τη χρήση κινητού τηλεφώνου από τον οδηγό κατά τη διάρκεια του δρομολογίου. Όλα αυτά συγκεντρώνονται σε έναν δείκτη που θα αποτυπώνει την «οδηγική συμπεριφορά» και θα αποτελεί εργαλείο εποπτείας για τις αρμόδιες αρχές.
Η φιλοσοφία του συστήματος δεν είναι τιμωρητική αλλά προληπτική, με στόχο να μειωθούν οι κίνδυνοι για επιβάτες, πεζούς και άλλα οχήματα στον δρόμο.
Παράλληλα, εξετάζεται το ενδεχόμενο οι πολίτες –επιβάτες των λεωφορείων– να μπορούν μέσω ειδικής φόρμας ή εφαρμογής να καταθέτουν τη δική τους αξιολόγηση για τη συμπεριφορά των οδηγών. Αν υιοθετηθεί αυτή η δυνατότητα, τότε τα δεδομένα της εφαρμογής θα συνδυάζονται με την εικόνα που αποτυπώνουν οι ίδιοι οι χρήστες των αστικών συγκοινωνιών, προσφέροντας μια πιο ολοκληρωμένη αποτύπωση.
Ωστόσο, ειδικοί προειδοποιούν ότι η επιτυχία του μέτρου θα εξαρτηθεί από κρίσιμες παραμέτρους. Απαιτείται σαφής ενημέρωση και εκπαίδευση των οδηγών, ώστε να μη δημιουργηθεί αίσθηση «τιμωρητικής παρακολούθησης», αλλά να γίνει αντιληπτό ότι πρόκειται για εργαλείο βελτίωσης. Επίσης, πρέπει να υπάρξει απόλυτη διαφάνεια στη διαχείριση των προσωπικών δεδομένων, με σαφείς κανόνες για το ποιος έχει πρόσβαση στις καταγραφές και για πόσο διάστημα αυτές διατηρούνται.
Την ίδια στιγμή, σημαντικό είναι να ληφθεί υπόψη η πραγματικότητα των δρομολογίων. Η κυκλοφοριακή συμφόρηση και τα ασφυκτικά χρονοδιαγράμματα μπορεί να ωθήσουν τους οδηγούς σε πιο «επιθετική» οδήγηση. Αν δεν υπάρξουν αναπροσαρμογές στους χρόνους διαδρομής, η εφαρμογή ίσως δεν αποδώσει τα προσδοκώμενα αποτελέσματα.