Στη σύγχρονη εποχή, όλο και περισσότεροι γονείς αμελούν να διαβάζουν στα παιδιά τους πριν τον ύπνο ή ακόμη και κατά τη διάρκεια της ημέρας — μια πρακτική που αποδεικνύεται καθοριστική για την ανάπτυξη της γλωσσικής τους ικανότητας. Ο βασικός «ανταγωνιστής» του βιβλίου δεν είναι άλλος από τα κινητά τηλέφωνα και τα tablet, τα οποία συχνά μονοπωλούν τον χρόνο των παιδιών, αλλά και των ίδιων των γονέων.
Σύμφωνα με τον Spencer Russell, πρώην δάσκαλο δημοτικού στο Τέξας, εκπαιδευτικό αλφαβητισμού και ψηφιακό δημιουργό, οι νέοι γονείς —ιδιαίτερα όσοι ανήκουν στη Γενιά Ζ— αντιμετωπίζουν δυσκολίες στο να ενθαρρύνουν τα παιδιά τους να αγαπήσουν το διάβασμα. Όπως επισημαίνει, αυτό οφείλεται εν μέρει στο γεγονός ότι και οι ίδιοι μεγάλωσαν με την τεχνολογία στα χέρια τους και δεν έχουν καλλιεργήσει ισχυρή σχέση με τα βιβλία.
«Δεν μπορούμε να αγνοήσουμε τον ρόλο της τεχνολογίας στη συμπεριφορά των γονέων και των παιδιών», τονίζει ο Russell. «Ο χρόνος μπροστά στην οθόνη έχει αντικαταστήσει σε μεγάλο βαθμό τις ουσιαστικές αλληλεπιδράσεις μέσα στην οικογένεια, όπως η ανάγνωση δυνατά». Παρατηρεί, μάλιστα, πως πολλά παιδιά μπορούν να παραμένουν καθηλωμένα μπροστά στο YouTube για ώρες, αλλά δυσκολεύονται να συγκεντρωθούν έστω και λίγα λεπτά όταν πρόκειται για ένα έντυπο βιβλίο.
Φτωχότερο λεξιλόγιο και γνωστική καθυστέρηση
Η υπερβολική έκθεση στην οθόνη έχει ήδη συσχετιστεί με αρνητικές συνέπειες στη γνωστική ανάπτυξη των παιδιών. Η απουσία συστηματικής ανάγνωσης ενισχύει περαιτέρω αυτό το φαινόμενο, σύμφωνα με την αναπληρώτρια καθηγήτρια λογοθεραπείας Dawna Duff από το Πανεπιστήμιο Binghamton της Νέας Υόρκης. Όπως εξηγεί, τα βιβλία προσφέρουν πλούσιο λεξιλόγιο και πολύτιμα γλωσσικά ερεθίσματα. Χωρίς αυτά, τα παιδιά εισέρχονται στο σχολείο με σημαντικό έλλειμμα λέξεων.
Η επιστημονική έρευνα δείχνει πως όταν ένας γονιός διαβάζει καθημερινά στα παιδιά του ένα εικονογραφημένο βιβλίο, τους εκθέτει σε περίπου 78.000 νέες λέξεις τον χρόνο. Αν η συνήθεια αυτή διατηρηθεί μέχρι την ηλικία των πέντε ετών, τότε τα παιδιά έχουν ήδη έρθει σε επαφή με σχεδόν 1,4 εκατομμύρια λέξεις — μια διαφορά που μπορεί να επηρεάσει δραστικά την πορεία τους στο σχολείο και στη ζωή.