Πώς η τεχνολογία του DNA «ξεκλείδωσε» μία υπόθεση που μέχρι πρόσφατα παρέμενε ανεξιχνίαστη
Σε δις ισόβια και επιπλέον ποινή πέντε ετών καταδικάστηκε σήμερα από το Μικτό Ορκωτό Εφετείο Λάρισας ένας 42χρονος άνδρας από τον Βόλο, κρίθηκε ένοχος για δύο φόνους γυναικών που τελέστηκαν με διαφορά 12 ετών. Πρόκειται για την εν ψυχρώ δολοφονία μιας 69χρονης, συγγενούς του από το 2009, και της 75χρονης νονάς του το 2021.
Το στοιχείο-κλειδί που συνέδεσε τις δύο υποθέσεις ήταν το γενετικό υλικό του κατηγορούμενου, το οποίο ανιχνεύτηκε στα νύχια της πρώτης γυναίκας και ταυτοποιήθηκε χρόνια αργότερα, όταν συνελήφθη για τον δεύτερο φόνο. Η τεχνολογία του DNA «ξεκλείδωσε» μία υπόθεση που μέχρι πρόσφατα παρέμενε ανεξιχνίαστη.
Ομολογία για τον δεύτερο φόνο – Άρνηση για τον πρώτο
Κατά την απολογία του στο δικαστήριο, ο 42χρονος αποδέχτηκε τη συμμετοχή του μόνο στη δεύτερη δολοφονία. Όπως είπε, είχε έντονο καβγά με τη νονά του για οικονομικά ζητήματα. Κατά την εκδοχή του, την έσπρωξε και εκείνη έπεσε. Από εκείνο το σημείο και έπειτα η μνήμη του είναι θολή. Παραδέχτηκε ότι καθάρισε τον χώρο και μετέφερε το σώμα της στο υπόγειο της πολυκατοικίας. Την πράξη του την ομολόγησε λίγες ημέρες αργότερα.
Για την πρώτη υπόθεση του 2009, υποστήριξε πως ουδεμία σχέση είχε, αποδίδοντας το DNA του είτε σε «πιθανή επαφή» με τη 69χρονη όταν του είχε τρίψει την πλάτη, είτε –όπως είπε– στον αποθανόντα παππού του, ο οποίος διέμενε στο ίδιο κτίριο. Ισχυρίστηκε μάλιστα πως είχε ερωτηθεί άτυπα από αστυνομικό τότε, αλλά δεν είχε ανακριθεί ποτέ επισήμως.
Ενοχή με πλειοψηφία και αδιάσειστα ευρήματα
Το δικαστήριο έκρινε κατά πλειοψηφία ένοχο τον κατηγορούμενο για την ανθρωποκτονία του 2009 – μειοψήφησαν δύο ένορκοι – και ομόφωνα για τη δολοφονία της νονάς του, καθώς και για τα πλημμελήματα της οπλοφορίας και οπλοχρησίας. Κατά τη διάρκεια της δίκης εξετάστηκαν 47 μάρτυρες, ενώ ελήφθησαν δείγματα DNA από 11 άνδρες, προκειμένου να συγκριθούν με τα ευρήματα στην πρώτη σκηνή εγκλήματος.
Δεν αναγνωρίστηκε ελαφρυντικό – Σταθερή η ποινή του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου
Η υπεράσπιση επιχείρησε να εξασφαλίσει την αναγνώριση του ελαφρυντικού της καλής συμπεριφοράς εντός φυλακής, ωστόσο η πρόταση απορρίφθηκε από το δικαστήριο. Ο εισαγγελέας υπογράμμισε την έλλειψη ειλικρινούς μεταμέλειας και επικαλέστηκε σχετική νομολογία του Αρείου Πάγου, σημειώνοντας πως η στάση του κατηγορούμενου δεν πληροί τις προϋποθέσεις για ευνοϊκή μεταχείριση.
Η τελική ποινή που επιβλήθηκε ήταν ίδια με εκείνη του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου: ισόβια κάθειρξη για κάθε μία από τις δύο δολοφονίες, συν πέντε έτη φυλάκισης για τα πλημμελήματα.