Ο Λάμπρος Κωνσταντάρας, ο αγαπημένος ηθοποιός του ελληνικού κινηματογράφου, πριν γίνει σύμβολο κοσμιότητας και χιούμορ στη μεγάλη οθόνη, υπήρξε στρατιώτης της πρώτης γραμμής. Δύο μόλις χρόνια μετά την επιστροφή του από τη Γαλλία, όπου είχε μαθητεύσει στην τέχνη της υποκριτικής, ο πόλεμος ήρθε να διακόψει απότομα τα πρώτα του θεατρικά βήματα.
Το 1938, σε ηλικία 27 ετών, εμφανίστηκε για πρώτη φορά στο θέατρο με το έργο «Τα Παράσημα της Γριούλας», ενώ το 1940 πρωταγωνιστούσε στο έργο «Ο Πρωτευουσιάνος» του Γεώργιου Ρούσσου. Η πρεμιέρα έγινε στις 26 Οκτωβρίου, όμως την επομένη, 27 Οκτωβρίου, η Ελλάδα ξυπνούσε σε μια νέα εποχή: ο πόλεμος είχε αρχίσει. Οι παραστάσεις σταμάτησαν και οι ηθοποιοί πήραν τη θέση τους στα χαρακώματα.
Ο Κωνσταντάρας κατατάχθηκε στον ελληνικό στρατό, εντασσόμενος στο λεγόμενο «Τάγμα των αγύμναστων», στο οποίο υπηρετούσαν Έλληνες που επέστρεφαν από το εξωτερικό. Έχοντας ζήσει στη Γαλλία από το 1934 έως το 1938, ο νεαρός ηθοποιός χρειάστηκε να περάσει από εντατική εκπαίδευση διάρκειας ενάμιση μήνα.
Τον Δεκέμβριο του 1940, το τάγμα του στάλθηκε στην Κρυσταλλοπηγή, όπου έλαβε το «βάπτισμα του πυρός». Μαζί με τους συντρόφους του, ο Κωνσταντάρας πολέμησε με γενναιότητα στα σύνορα και επέστρεψε με αιχμαλώτους, αποδεικνύοντας την αποφασιστικότητά του παρά την ελάχιστη στρατιωτική του εμπειρία.
Ο τραυματισμός στο μέτωπο
Στις αρχές του 1941, διατάχθηκε η μετακίνηση του Κωνσταντάρα και άλλων στρατιωτών στο 43ο Σύνταγμα Κρητών, που είχε ήδη υποστεί σοβαρές απώλειες. Η νέα τους βάση στο Μεσολόγγι έγινε στόχος σφοδρού ιταλικού βομβαρδισμού. Ο νεαρός ηθοποιός τραυματίστηκε σοβαρά στο κεφάλι και χρειάστηκε πολύμηνη νοσηλεία.
Μετά από δύο μήνες ανάρρωσης, ο Κωνσταντάρας επέστρεψε στην υπηρεσία του. Ο αγώνας όμως είχε αλλάξει χαρακτήρα: οι γερμανικές δυνάμεις είχαν ήδη εισβάλει στα Βαλκάνια για να ενισχύσουν τους Ιταλούς. Ο Έλληνας στρατός, εξαντλημένος από τις μάχες στην Αλβανία, βρισκόταν σε υποχώρηση.
Η επιστροφή στην Αθήνα
Ο Κωνσταντάρας μαζί με άλλους στρατιώτες σταμάτησαν στη Λαμία, καθώς τα νέα από το μέτωπο ήταν δραματικά. Η κατάρρευση του μετώπου ήταν πια γεγονός. Ο ίδιος περιέγραψε αργότερα πως γύρισε περπατώντας μέχρι την Αττική, φτάνοντας στο Μενίδι τη Μεγάλη Παρασκευή του 1941. Εκεί, μέσα σε μια εκκλησία γεμάτη Σέρβους πρόσφυγες και στρατιώτες, βίωσε τη συγκλονιστική αίσθηση της ήττας και της ελπίδας ταυτόχρονα.
Η στάση ζωής ενός πραγματικού πατριώτη
Παρά τον ηρωισμό του, ο Λάμπρος Κωνσταντάρας δεν μίλησε ποτέ εκτενώς για τη συμμετοχή του στον πόλεμο. Όταν αργότερα ρωτήθηκε σχετικά, απάντησε με τη σεμνότητα που χαρακτήριζε τη γενιά του:
«Έκανα κι εγώ το καθήκον μου ως ο τελευταίος των Ελλήνων και ελπίζω ότι και οι καινούριες γενιές θα κάνουν το ίδιο.»
Η φράση αυτή, λιτή αλλά βαθιά συγκινητική, συνοψίζει το ήθος μιας εποχής όπου οι καλλιτέχνες, όπως και κάθε πολίτης, έβαζαν την πατρίδα πάνω από την προσωπική τους ζωή και φιλοδοξία.
Ο Λάμπρος Κωνσταντάρας δεν υπήρξε μόνο μεγάλος ηθοποιός, αλλά και άνδρας του καθήκοντος — ένας από εκείνους που τίμησαν τη σημαία όχι μόνο με λόγια, αλλά με πράξεις.






