Η πρόσφατη συμφωνία εμπορίου μεταξύ της Ευρωπαϊκής Ένωσης και των Ηνωμένων Πολιτειών έχει προκαλέσει έντονη διαμάχη στην Ευρώπη, με τη Γαλλία να καταδικάζει την απόφαση και να μιλά για υποχώρηση, ενώ πολλές άλλες χώρες της ΕΕ εκφράζουν συγκρατημένη ικανοποίηση, θεωρώντας ότι οι εναλλακτικές θα ήταν πολύ πιο καταστροφικές.
Η συμφωνία, η οποία δημοσιοποιήθηκε την Κυριακή, προβλέπει την επιβολή δασμού 15% στις εξαγωγές ευρωπαϊκών προϊόντων στις ΗΠΑ, κάτι που αν και μικρότερο από τις αρχικές απειλές της Ουάσιγκτον (που προέβλεπαν 30%), παραμένει σημαντικά υψηλότερο από ό,τι περίμεναν οι ευρωπαίοι ηγέτες. Παρά την αναγνώριση αυτής της «συμβιβαστικής» προσέγγισης, τα κράτη-μέλη της ΕΕ είναι βαθιά διχασμένα.
Η Γαλλία, μέσω του Πρωθυπουργού Φρανσουά Μπαϊρού, χαρακτήρισε τη συμφωνία ως «σκοτεινή μέρα για την Ευρώπη», κάνοντας λόγο για «υποταγή» της ΕΕ στις πιέσεις της Ουάσιγκτον. Η δυσαρέσκεια του Παρισιού ήταν έντονη, και υπήρξαν σοβαρές ανησυχίες ότι η συμφωνία παραβλέπει τα συμφέροντα της Ευρώπης σε μια εποχή που η Ένωση προσπαθεί να εδραιώσει τις εμπορικές σχέσεις της με άλλες μεγάλες οικονομίες.
Αντιθέτως, άλλες χώρες της ΕΕ, όπως η Γερμανία, έδειξαν μια πιο μετρημένη προσέγγιση. Ο Γερμανός Καγκελάριος Φρίντριχ Μερτς υπογράμμισε ότι η συμφωνία «απέτρεψε μια πιθανή καταστροφή», ειδικά για τη γερμανική οικονομία, η οποία εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό από τις εξαγωγές στην αμερικανική αγορά. Η αποφυγή ενός πλήρους εμπορικού πολέμου ήταν για τους περισσότερους Ευρωπαίους η καλύτερη δυνατή επιλογή.
Οι αντιδράσεις από την ΕΕ ήταν πάντως ανάμεικτες. Ο Επίτροπος Εμπορίου Μάρος Σέφκοβιτς υποστήριξε ότι το αποτέλεσμα ήταν «το καλύτερο δυνατό» υπό τις δεδομένες συνθήκες, τονίζοντας ότι η επιβολή των αρχικών 30% δασμών θα ήταν καταστροφική για την ευρωπαϊκή οικονομία. Παρά την αναγνώριση των ελλείψεων της συμφωνίας, η ανάγκη για μια λύση φάνηκε να υπερτερεί των αντιρρήσεων για τους όρους της.
Συγκεκριμένα, χώρες όπως η Σουηδία και η Ισπανία υποστήριξαν τη συμφωνία ως «λιγότερο κακή επιλογή», αν και παραδέχθηκαν ότι οι όροι της δεν ήταν ιδανικοί. Η συμφωνία φαίνεται να προσφέρει ένα σημαντικό βαθμό σταθερότητας και να αποτρέπει τον κίνδυνο ενός πλήρους εμπορικού πολέμου με τις ΗΠΑ, κάτι που, σύμφωνα με πολλούς, θα είχε σοβαρές οικονομικές συνέπειες.
Αν και η συμφωνία φαίνεται να έχει κερδίσει έδαφος σε πολλές ευρωπαϊκές κυβερνήσεις, η τελική έγκριση παραμένει ανοιχτή και θα εξαρτηθεί από τις διαπραγματεύσεις που θα ακολουθήσουν στις Βρυξέλλες. Παρά την αναγνώριση του «κακού» που απέφυγε το χειρότερο, η συμφωνία αυτή αποκαλύπτει τις εσωτερικές εντάσεις και τις δυσκολίες που αντιμετωπίζει η ΕΕ σε μία εποχή που οι παγκόσμιες εμπορικές ισορροπίες αλλάζουν ταχύτατα.
Εν κατακλείδι, η συμφωνία μπορεί να έχει αποτρέψει έναν εμπορικό πόλεμο με τις ΗΠΑ, αλλά ταυτόχρονα αναδεικνύει τις προκλήσεις που συνεχίζει να αντιμετωπίζει η ΕΕ, καθώς προσπαθεί να εξισορροπήσει τα συμφέροντα των κρατών-μελών της σε έναν ολοένα και πιο ανταγωνιστικό παγκόσμιο εμπορικό χώρο.