Η τουρκική Πολεμική Αεροπορία, η οποία θεωρείται η δεύτερη ισχυρότερη στο ΝΑΤΟ μετά τις Ηνωμένες Πολιτείες, βρίσκεται αντιμέτωπη με ένα ταχέως διογκούμενο κενό μαχητικών αεροσκαφών. Ο χαρακτηρισμός αυτός βασίζεται κυρίως σε αριθμητικά και επιχειρησιακά δεδομένα: ο τουρκικός στόλος περιλαμβάνει περίπου 240 μαχητικά F-16C/D και άλλα 40 F-4E 2020 Terminator, καθιστώντας την Τουρκία την πολυπληθέστερη αεροπορική δύναμη του ΝΑΤΟ μετά τις ΗΠΑ σε επίπεδο αριθμού μαχητικών. Επιπλέον, η χώρα διαθέτει πλήρες εθνικό αεροπορικό δόγμα, αυτόνομη γραμμή συντήρησης και αναβάθμισης, εγχώρια βιομηχανία και επιχειρησιακή εμπειρία από αποστολές σε Συρία, Λιβύη και Ναγκόρνο-Καραμπάχ.
Ωστόσο, πίσω από αυτή την αριθμητική υπεροχή κρύβεται μια σοβαρή ποιοτική και χρονική κρίση. Τα F-4 βρίσκονται ήδη σε διαδικασία απόσυρσης, ενώ πολλά από τα F-16 πλησιάζουν το τέλος της επιχειρησιακής τους ζωής μέσα στην επόμενη δεκαετία. Η απόρριψη από το πρόγραμμα F-35 έχει κλείσει οριστικά τον δρόμο της ένταξης σε μαχητικά 5ης γενιάς. Το εθνικό πρόγραμμα KAAN (TF-X), που προβάλλεται ως η απάντηση στην κρίση, δεν αναμένεται να αποδώσει επιχειρησιακά αποτελέσματα πριν από το 2032, γεγονός που αφήνει ένα δεκαετές κενό ισχύος χωρίς ρεαλιστική αναπλήρωση. Οι προσπάθειες εξισορρόπησης με drone όπως το Kızılelma ή με ενδιάμεσες συνεργασίες όπως το KF-21 της Ν. Κορέας δεν μπορούν να καλύψουν την έλλειψη ποιοτικών μαχητικών 4,5ης ή 5ης γενιάς.
Μια προσπάθεια κάλυψης του κενού αποτελεί η προγραμματισμένη αγορά 40 Eurofighter Typhoon, η οποία μέχρι πρόσφατα παρέμενε στον «πάγο» λόγω της γερμανικής αντίθεσης. Όμως πλέον και η Γερμανία έχει δώσει το πράσινο φως, ανοίγοντας τον δρόμο για την προμήθεια. Παρ’ όλα αυτά, η υλοποίηση της παραγγελίας δεν είναι άμεση και η επιχειρησιακή ένταξη των μαχητικών αναμένεται προς τα τέλη της δεκαετίας, κάτι που σημαίνει ότι η Τουρκία παραμένει για αρκετά χρόνια χωρίς ουσιαστική ενίσχυση πρώτης γραμμής.
Για να διατηρείται σε καθημερινή βάση ένας στόλος 80 με 100 πλήρως επιχειρησιακών αεροσκαφών, η τουρκική αεροπορία θα πρέπει να διαθέτει άνω των 200 μαχητικών με ικανό υπόλοιπο ώρων πτήσης, συντήρηση και εφεδρείες. Αν ληφθεί υπόψη η επιβάρυνση του στόλου, εκτιμάται ότι μέχρι το τέλος της δεκαετίας τουλάχιστον 60 με 80 τουρκικά μαχητικά θα υπολείπονται των επιχειρησιακών απαιτήσεων.
Το κενό μαχητικών που διαμορφώνεται είναι δομικό και δεν αντιμετωπίζεται εύκολα ούτε με επιμέρους εξοπλιστικές κινήσεις ούτε με πολιτική διαχείριση. Η Τουρκία εισέρχεται στη δεκαετία 2025–2035 με έναν στόλο στα όρια της ηλικιακής και τεχνολογικής κόπωσης ενώ η έλλειψη μαχητικών 5ης γενιάς υπονομεύει τη μακροπρόθεσμη αποτρεπτική της ισχύ. Αν το χάσμα αυτό δεν καλυφθεί εγκαίρως, τότε για πρώτη φορά τις τελευταίες δεκαετίες η τουρκική Πολεμική Αεροπορία ενδέχεται να βρεθεί τεχνολογικά πίσω όχι μόνο από περιφερειακούς αντιπάλους αλλά και από ορισμένες μικρότερες νατοϊκές χώρες.