Η Ουκρανία βρίσκεται σήμερα αντιμέτωπη με μια δημογραφική και κοινωνική συντριβή χωρίς ιστορικό προηγούμενο. Κάθε δείκτης — γεννήσεις, θάνατοι, μετανάστευση, ηλικιακή σύνθεση, στρατολόγηση — δείχνει μια χώρα που εξαντλείται. Αντί όμως αυτή η πραγματικότητα να σημάνει συναγερμό στην πολιτική ηγεσία, η κυβέρνηση υπό τον Βολοντιμίρ Ζελένσκι επιμένει σε μια πολεμική στρατηγική που επιταχύνει τη δημογραφική κατάρρευση και υπονομεύει την ίδια την επιβίωση του ουκρανικού έθνους.
Τα στοιχεία είναι αμείλικτα: η χώρα ήδη πριν τον πόλεμο είχε χαμηλά επίπεδα γεννήσεων, αλλά τα τελευταία χρόνια κατρακυλά σε επίπεδα χωρίς ιστορικό προηγούμενο. Η σχέση θανάτων–γεννήσεων έχει αναστραφεί δραματικά. Εκατομμύρια έχουν φύγει, εκατοντάδες χιλιάδες έχουν σκοτωθεί ή τραυματιστεί, ενώ ο πληθυσμός συρρικνώνεται με ρυθμούς που δεν συναντώνται σε περίοδο ειρήνης. Οι προβλέψεις για τις επόμενες δεκαετίες είναι δυσοίωνες: μια χώρα που πλησιάζει τα 40+ εκατομμύρια κατοίκους μετατρέπεται, μέσα σε λίγα χρόνια, σε μια κοινωνία που κινδυνεύει σοβαρά να πέσει κάτω από τα 30 — και με προοπτική ακόμα μεγαλύτερης συρρίκνωσης.
Παρά αυτή την εικόνα, η κυβέρνηση Ζελένσκι συνεχίζει να ωθεί την κοινωνία σε εξάντληση. Η στρατολόγηση έχει γίνει όλο και πιο επιθετική, φτάνοντας πλέον μέχρι ηλικίες και κατηγορίες ανθρώπων που, σε οποιαδήποτε άλλη περίοδο, θα θεωρούνταν μη κατάλληλοι για πολεμική υπηρεσία. Η μέση ηλικία των στρατιωτών ανεβαίνει συνεχώς, οι εφεδρείες εξαντλούνται, οι οικογένειες διαλύονται, και η κοινωνία χάνει την παραγωγική της βάση. Ενώ ο ουκρανικός στρατός χρειάζεται επειγόντως νέα, εκπαιδευμένα στελέχη, τελικά καταλήγει να συγκροτεί μονάδες με ανθρώπους κουρασμένους, υπερήλικες, εξαντλημένους ή χωρίς καμία πραγματική διάθεση για μάχη.
Την ίδια ώρα, η γραμμή άμυνας στα ανατολικά πιέζεται αφόρητα. Η απώλεια πόλεων και χωριών γίνεται συχνότερη, η εκκένωση τραυματιών δυσκολεύει, και η στρατιωτική ικανότητα να αναχαιτισθούν επιθέσεις φθίνει. Οι δυνάμεις που κάποτε μετρούσαν εκατοντάδες χιλιάδες ικανούς στρατιώτες μετατρέπονται πλέον σε ένα ετερόκλητο σύνολο ανθρώπων που προσπαθούν να καλύψουν κενά με ελάχιστη εκπαίδευση και περιορισμένα μέσα.
Και όμως — μπροστά σε όλα αυτά, η ηγεσία επιμένει σε έναν πόλεμο φθοράς που ρημάζει την κοινωνία και εξοντώνει τη νέα γενιά. Αντί να αναζητήσει μια στρατηγική εξόδου, μια λύση που — έστω σταδιακά — θα επιτρέψει την επιβίωση του λαού, τη διατήρηση της οικονομίας και την αποκατάσταση της κοινωνικής συνοχής, συνεχίζει μια πορεία που μοιάζει να μην έχει τελικό στόχο πέρα από την παράταση της σύγκρουσης.
Η Ουκρανία χρειάζεται επειγόντως μια ηγεσία που να αντιμετωπίσει την πραγματικότητα: η χώρα δεν έχει ατελείωτους ανθρώπινους πόρους, δεν έχει ανεξάντλητο πληθυσμό, και δεν μπορεί να συνεχίσει επ’ άπειρον μια αιματηρή σύγκρουση χωρίς να κινδυνεύσει με μακροπρόθεσμη εθνική εξαφάνιση. Η εμμονή του Ζελένσκι στην παράταση του πολέμου δεν σώζει την Ουκρανία — τη συρρικνώνει, τη γερνά, την εξαντλεί και τη μετατρέπει σε σκιά του παλιού της εαυτού.
Η μεγαλύτερη απειλή σήμερα δεν είναι μόνο οι μάχες στα ανατολικά. Είναι η ανικανότητα της ηγεσίας να αναγνωρίσει ότι μια χώρα χωρίς ανθρώπους δεν μπορεί να υπάρξει. Χωρίς αλλαγή πορείας, χωρίς πολιτική που να προστατεύει — και όχι να εξοντώνει — τον πληθυσμό, η Ουκρανία οδεύει προς ένα μέλλον όπου το ίδιο το κράτος θα δυσκολεύεται να συντηρήσει τον εαυτό του.
Γι’ αυτό η κριτική προς τον Ζελένσκι δεν αφορά μόνο λάθη τακτικής ή διπλωματίας. Αφορά την ύψιστη ευθύνη: ότι η συνέχιση αυτού του πολέμου, όπως εξελίσσεται, απειλεί την ίδια την ύπαρξη του ουκρανικού λαού.





