Μια πρόσφατη μελέτη που διεξήχθη από ερευνητές του Πανεπιστημιακού Κολεγίου του Λονδίνου (UCL) και του Πανεπιστημίου York στον Καναδά, υποδεικνύει ότι η δερματική επαφή μεταξύ γονέα και νεογέννητου μπορεί να έχει σημαντική επίδραση στην αντίληψη του πόνου από το μωρό.
Σύμφωνα με τα ευρήματα που δημοσιεύθηκαν στο European Journal of Pain, παρατηρήθηκε ότι όταν οι γονείς κρατούσαν τα μωρά τους με ρούχα, η εγκεφαλική δραστηριότητα των νεογέννητων σε απάντηση στον πόνο ήταν πιο έντονη σε σύγκριση με την περίπτωση όπου υπήρχε άμεση επαφή δέρμα με δέρμα.
Η δερματική επαφή, γνωστή και ως «skin-to-skin contact», είναι μια πρακτική που προάγει την οικειότητα και τη σύνδεση μεταξύ γονέα και παιδιού. Αυτή η μορφή επαφής φαίνεται να μειώνει την ένταση της εγκεφαλικής απόκρισης στα ερεθίσματα πόνου, κάτι που μπορεί να έχει σημαντικές επιπτώσεις για την ανάπτυξη και την ευημερία των νεογέννητων.
«Βρήκαμε ότι όταν ένα μωρό είναι στην αγκαλιά του γονιού του, με δερματική επαφή, το υψηλότερο επίπεδο επεξεργασίας του εγκεφάλου ως απόκριση στον πόνο είναι κάπως εξασθενημένο και ότι ο εγκέφαλος του μωρού χρησιμοποιεί ένα διαφορετικό μονοπάτι για να επεξεργαστεί την απόκριση στον πόνο. Παρόλο που δεν μπορούμε να επιβεβαιώσουμε αν το μωρό όντως αισθάνεται λιγότερο πόνο, τα ευρήματά μας αναδεικνύουν εκ νέου τον σημαντικό ρόλο του αγγίγματος μεταξύ των γονέων και των νεογέννητων μωρών τους», εξηγεί ο επικεφαλής συγγραφέας Δρ. Lorenzo Fabrizi.
Η μελέτη περιελάμβανε 27 βρέφη από 0 έως 96 ημερών που είχαν γεννηθεί πρόωρα ή μετά τις 37 εβδομάδες της κύησης. Οι ερευνητές μέτρησαν την απόκρισή τους σε ένα επώδυνο αλλά κλινικά απαραίτητο τεστ αίματος και η εγκεφαλική τους δραστηριότητα καταγράφηκε μέσω ηλεκτροεγκεφαλογραφήματος. Τα μωρά τα κρατούσε η μητέρα τους, κάποια ήταν ντυμένα, άλλα όχι, ενώ ορισμένα βρίσκονταν σε θερμοκοιτίδα.
Οι ερευνητές βρήκαν ότι η αρχική εγκεφαλική απόκριση στον πόνο ήταν η ίδια, αλλά καθώς το τεστ προκαλούσε μια σειρά τεσσάρων έως πέντε κυμάτων εγκεφαλικής δραστηριότητας, τα μετέπειτα κύματα δραστηριότητας επηρεάστηκαν από το εάν η επαφή του μωρού με τη μητέρα ήταν δερματική ή πάνω από τα ρούχα.
«Η ελαφρώς καθυστερημένη απόκριση ήταν εξασθενημένη όταν υπήρχε δερματική επαφή με τη μητέρα, πράγμα που δείχνει ότι το γονεϊκό άγγιγμα επηρεάζει το υψηλότερο επίπεδο επεξεργασίας του εγκεφάλου. Ο πόνος μπορεί να είναι ο ίδιος, αλλά ο τρόπος με τον οποίο ο βρεφικός εγκέφαλος επεξεργάζεται και αντιδρά σε αυτόν εξαρτάται από την επαφή του με τον γονέα. Τα ευρήματά μας υποστηρίζουν τη θεωρία πως η δερματική επαφή του νεογέννητου με τον γονέα είναι σημαντική για την ανάπτυξη των παιδιών», αναφέρει η επίσης συγγραφέας και καθηγήτρια, Rebecca Pillai Riddell.
Ο εγκέφαλος των μωρών που παρέμειναν στη θερμοκοιτίδα επίσης αντέδρασε λιγότερο ισχυρά στον πόνο από εκείνα που είχαν επαφή μέσω ρούχων, με τους επιστήμονες να το εξηγούν λέγοντας πως ίσως τα μωρά δεν ταράζονταν από τη διακομιδή τους πριν από τη διαδικασία ή λόγω της επιτυχίας της ευαίσθητης, εξατομικευμένης φροντίδας που τους παρείχαν. Τέλος, η συμπεριφορά των μωρών δεν ήταν ιδιαίτερα διαφορετική μεταξύ των δύο ομάδων, αν και η ομάδα της δερματικής επαφής παρουσίασε ελαφρώς μειωμένη απόκριση στο πλαίσιο της έκφρασης του προσώπου και του καρδιακού ρυθμού.
Άλλες μελέτες έχουν βρει ότι η δερματική επαφή με έναν γονέα επηρεάζει τη συμπεριφορά του παιδιού και μπορεί να μειώνει την ένταση της αντίδρασης στον πόνο, αλλά οι μελέτες αυτές είχαν διερευνήσει την απόκριση του εγκεφάλου. Στην παρούσα μελέτη, η εγκεφαλική απόκριση των μωρών όχι μόνο ήταν εξασθενημένη στην ομάδα της δερματικής επαφής, αλλά ακολουθούσε και διαφορετικό νευρικό μονοπάτι.