Η δολοφονία της Αϊρίν Γουάιτ, που αποκαλέστηκε ως «η πιο βίαιη δολοφονία στην Ιρλανδία», παραμένει ένα σκοτεινό κεφάλαιο που «στοιχειώνει» τη χώρα για πάνω από 20 χρόνια, χωρίς να έχει εξιχνιαστεί πλήρως.
Η 43χρονη Αϊρίν, μητέρα τριών παιδιών, βρήκε τραγικό θάνατο στις 6 Απριλίου 2005, μέσα στην κουζίνα του σπιτιού της, με 34 μαχαιριές. Προτού χάσει τη ζωή της, είχε δεχτεί αρκετές απειλές θανάτου μέσω τηλεφώνου. Τη σκότωσαν με τέτοια σφοδρότητα που η ηλικιωμένη μητέρα της, Μωρην ΜακΜπράιντ, η οποία τη βρήκε σε μια λίμνη αίματος, υπέστη σοκ και πέθανε λίγους μήνες αργότερα.
Στην έρευνα που ακολούθησε, βρέθηκε ένα ημερολόγιο της Αϊρίν, στο οποίο εξέφραζε τις ανησυχίες της για τις απειλές που δεχόταν. Ωστόσο, οι έρευνες παρέμειναν στάσιμες για οκτώ χρόνια, μέχρι που το 2013, ένα ανώνυμο τηλεφώνημα από την Αυστραλία έφερε στο φως νέα στοιχεία που οδήγησαν στην καταδίκη δύο ατόμων, του Άντονι Λάμπε και του Νάιλ Πάουερ. Οι δύο άνδρες ισχυρίστηκαν ότι δρούσαν σύμφωνα με τις εντολές ενός τρίτου άνδρα, τον οποίο αποκαλούσαν «εγκέφαλο».
Ο Άντονι Λάμπε, πρώην φοιτητής και εργαζόμενος ασφαλείας, καταδικάστηκε το 2018 σε ισόβια κάθειρξη, αφού ομολόγησε την ενοχή του. Ο Νάιλ Πάουερ, επιχειρηματικός συνεργάτης του εν διαστάσει συζύγου της Αϊρίν, Άλαν Γουάιτ, καταδικάστηκε επίσης σε ισόβια για τον ρόλο του ως «μεσάζων» στη δολοφονία. Αμφότεροι ισχυρίστηκαν ότι ενεργούσαν υπό την καθοδήγηση ενός τρίτου προσώπου, το οποίο ποτέ δεν συνελήφθη.
Η αρχική σύλληψη του Άλαν Γουάιτ για απόκρυψη πληροφοριών δεν οδήγησε σε κατηγορίες εναντίον του, καθώς δεν υπήρχαν αποδεικτικά στοιχεία που να συνδέουν τον ίδιο με την εκτέλεση του εγκλήματος. Στην κατάθεσή του το 2018, ο Άλαν δήλωσε ότι ήταν «σοκαρισμένος» όταν έμαθε πως κάποιος άλλος είχε διατάξει τη δολοφονία της συζύγου του.
Η Εισαγγελία της Ιρλανδίας διερευνά ακόμα την ύπαρξη ενός τρίτου «εγκεφάλου» πίσω από τη δολοφονία, αλλά οι αρχές σημειώνουν ότι η απόδειξή του θα ήταν εξαιρετικά δύσκολη.
Επιπλέον, η αδελφή της Αϊρίν, Αν, αποκάλυψε πως είχε συντάξει ένα φάκελο πριν από τον θάνατό της, στον οποίο ανέφερε τις υποψίες της ότι ο «εγκέφαλος» της δολοφονίας είχε επαφές με την αστυνομία.