Η κυβέρνηση των ΗΠΑ, υπό την ηγεσία του Ντόναλντ Τραμπ, προχώρησε σε μια ιστορική συμφωνία με την Intel, αποκτώντας μερίδιο 10% στην κορυφαία εταιρεία παραγωγής ημιαγωγών. Η κίνηση αυτή επιβεβαιώνει τις φήμες που κυκλοφορούσαν στην αγορά τις τελευταίες ημέρες και δείχνει τη στρατηγική παρέμβαση της κυβέρνησης στην τεχνολογική βιομηχανία.
Ο πρόεδρος Τραμπ εξέφρασε την ικανοποίησή του για τη συμφωνία, αναφέροντας ότι η Intel, παρά τη σπουδαία θέση της στην αγορά, είχε μείνει πίσω σε σχέση με τους ανταγωνιστές της, ιδιαίτερα σε ένα διάστημα μεγάλης ζήτησης για ημιαγωγούς. Η συμφωνία εστιάζει στη μετατροπή κρατικών επιχορηγήσεων, οι οποίες είχαν χορηγηθεί στο πλαίσιο του πακέτου Chips and Science Act, σε μετοχές της Intel.
Το αποτέλεσμα αυτής της παρέμβασης δεν άργησε να φανεί, με τη μετοχή της Intel να σημειώνει άνοδο κοντά στο 7%, αντανακλώντας την εμπιστοσύνη των επενδυτών στη νέα κατεύθυνση της εταιρείας. Ο υπουργός Εμπορίου, Χάουαρντ Λούτνικ, δήλωσε ότι η συμφωνία στοχεύει στην εξασφάλιση απόδοσης για τον Αμερικανό φορολογούμενο, αντί για απλή χορήγηση επιχορηγήσεων.
Η ανακοίνωση αυτή εγείρει ερωτήματα για την επίδραση της κίνησης στις αγορές και τα ενδεχόμενα στρεβλωτικά αποτελέσματα, αλλά συνάμα μπορεί να προσφέρει στην Intel την υποστήριξη που χρειάζεται για να ανακτήσει την ηγεμονία της στον τομέα των ημιαγωγών, καθώς ανταγωνίζεται τεράστιες δυνάμεις όπως η TSMC και η Samsung.
Η συμφωνία αυτή έρχεται σε συνέχεια άλλων στρατηγικών οικονομικών κινήσεων από την κυβέρνηση Τραμπ, όπως η εξασφάλιση μεριδίου 15% από τις πωλήσεις μικροτσίπ τεχνητής νοημοσύνης στην Κίνα και η «χρυσή μετοχή» στη Nippon Steel για τον έλεγχο της U.S. Steel Corp.