H ιστορία του «επαγγελματία» ψεύτη που πούλησε τον Πύργο του Άιφελ δύο φορές

Κοινοποίηση:
ΨΧ

O Βίκτορ Λούστιγκ ο οποίος έγινε γνωστός ως ο «Άνθρωπος που πούλησε τον Πύργο του Άιφελ» γεννήθηκε το 1890 στη Βοημία της Αυστρο-Ουγγαρίας (σημερινή Τσεχία).

Από μικρός είχε να επιδείξει μία ξεχωριστή ταχύτητα στην αποστήθιση, ένα εντυπωσιακό μνημονικό. Έμαθε γρήγορα άπταιστα γαλλικά και αγγλικά, και έφυγε στο Παρίσι για σπουδές. Εκεί συμπέρανε πως τα πτυχία παίρνουν χρόνο, και μέχρι να βρεις δουλειά και χρήματα, απαιτούνται κι άλλες θυσίες.

Στράφηκε στις απάτες, στο ξελόγιασμα αντρών και γυναικών που είχαν κάτι, το οποίο κι εκείνος το ήθελε πολύ.

Όταν το κορίτσι που είχε κατακλύσει με ψέματα μόνο για να κοιμηθεί μαζί του, εμφανίστηκε μπροστά του, μαζί με το σύντροφο της, ο Λούστιγκ δέχτηκε ένα χαστούκι που του άφησε σημάδι στο πρόσωπο. Φανατίστηκε ακόμα περισσότερο από αυτό το γεγονός. Μπορούσε ναι παίξει το θέατρο του ακόμα καλύτερα.

Στα λιμάνια, αυτά που συνέδεαν το Παρίσι με τη Νέα Υόρκη, ο Βίκτορ ψάρευε την πελατεία του. Το αγαπημένο του ψέμα ήταν να υποδύεται τον δημιουργό μιας (ανύπαρκτης) θεατρικής παράστασης μιούζικαλ, που ψάχνει υποψήφιους επενδυτές. Σύντομα αποδείχθηκε πως δεν ήταν λίγοι οι εύπιστοι θεατρόφιλοι με οικονομική επιφάνεια. Μπορούσε να περάσει και στην επόμενη πίστα, να βρει καλύτερο ψέμα.

Το 1922, στο παρθενικό του ταξίδι στην Αμερική, εμφανίστηκε στην τράπεζα με ένα ομόλογο ακίνητης περιουσίας και ζήτησε χρήματα. Ο Λούστιγκ έφυγε με τις τσέπες γεμάτες, πουλώντας ένα σπίτι που δεν υπήρχε. Κι αυτό το κόλπο ήταν μια προπόνηση, οδηγός για κάτι ακόμα μεγαλύτερο.

Όταν «πούλησε» τον Πύργο του Άιφελ

Το 1925, ο Λούστιγκ βρισκόταν στο Παρίσι. Εκεί, του έκανε ιδιαίτερη εντύπωση το άρθρο ενός περιοδικού, που έλεγε μεταξύ άλλων, πως ο πύργος είναι κακοδιατηρημένος, έχει προβλήματα στην κατασκευή του και χρειάζεται άμεσα επισκευές.

Σύντομα ξεκίνησε να ερευνά το θέμα και να συλλέγει στοιχεία. Όντως, η κοινή γνώμη της Γαλλίας εκείνη την εποχή φαίνεται πως «ψιθύριζε» για τον πύργο ότι ήταν «μπελάς».

Αρχικά, προσέλαβε έναν επαγγελματία πλαστογράφο. Ήθελε να φτιάξει μια ψεύτικη υπογραφή Γάλλου υπουργού.

Στη συνέχεια, οργάνωσε μια συνάντηση με γνωστούς επιχειρηματίες που εμπορεύονταν μέταλλα. Τους συστήθηκε ως υποδιευθυντής στο υπουργείο Τηλεπικοινωνιών.

Αρχικά περιέγραψε το πρόβλημα. Η κυβέρνηση δεν μπορούσε να αναλάβει το κόστος συντήρησης του αξιοθέατου, και ίσως ήταν καλή ιδέα να το πουλήσει για σκραπ. Τουλάχιστον, με τη βοήθεια των καλεσμένων επιχειρηματιών, μπορούσε να διερευνήσει αυτή την πρόταση.

Μιλώντας με τους επιχειρηματίες, εντόπισε εκείνον που φαινόταν πιο ευάλωτος. Ο Αντρέ Πουασόν ήταν αρκετά ντροπαλός, αλλά είχε φιλοδοξίες. Τον κάλεσε σε προσωπική συνάντηση. Εκεί, έριξε τη «βόμβα». Του αποκάλυψε πως επειδή ο μισθός της -κατά φαντασίαν- κρατικής θέσης του, ήταν αρκετά χαμηλός, είχε βάλει στόχο να συνεργαστεί παράτυπα με επιχειρηματίες, με το αντίστοιχο οικονομικό όφελος.

Με λίγα λόγια, ο Λούστιγκ πουλούσε τον πύργο στον Πουασόν, με το ανάλογο αντίτιμο. 70.000 φράγκα.

Ο Πουασόν δέχτηκε. Έλαβε ένα χαρτί που συνόψιζε τη συναλλαγή και έδωσε τα χρήματα. Ο Λούστιγκ έφυγε αμέσως για την Αυστρία. Ο Πουασόν έμεινε με ένα χαρτί που δεν σήμαινε τίποτα.

Το θράσος

Δεν έμεινε για καιρό κάτω από τα ραντάρ της αστυνομίας. Ο Λούστιγκ βαριόταν στην Αυστρία και πόνταρε με βεβαιότητα πως ο Πουασόν από ντροπή και μόνο, δεν θα είχε καταγγείλει στην αστυνομία την απάτη.

Επέστρεψε στη Γαλλία και σκάρωσε την ίδια απάτη, με διαφορετικό γκρουπ επιχειρηματιών. Όμως η αστυνομία ήταν ενήμερη. Ο πολυμήχανος Αυστριακός κατάφερε να φύγει ξανά από τη χώρα, με προορισμό αυτή τη φορά, τις ΗΠΑ.

Στις ΗΠΑ των αρχών της δεκαετίας του ’30, οργίασε. Έφτιαξε μια μηχανή που εκτύπωνε χρήματα (φυσικά πλαστά) και βρήκε πολλά πρόθυμα θύματα για να τους τα πουλήσει.

Το 1936, έπεισε τον Αλ Καπόνε (τον γνωστό μαφιόζο) να του δώσει 50.000 δολάρια για μια επένδυση, σε κάτι ανύπαρκτο. Όταν ο Καπόνε τον εντόπισε, του ζήτησε τα χρήματα του πίσω. Ο Βίκτορ δεν έπαιξε με τα νεύρα του διάσημου μαφιόζου. Από εκτίμηση και σεβασμό μεταξύ απατεώνων, κατάφερε να κρατήσει 1.000 δολάρια.

Πολύ βαρετό και πεζό ήταν το τέλος του Βίκτορ Λούστιγκ. Το 1936 συνελήφθη, με κατηγορίες για πλαστογράφηση εγγράφων. Έζησε 11 χρόνια στη φυλακή.

Κέρδισε με το σπαθί του, τον τίτλο του ανθρώπου που μπορούσε να πουλήσει ακόμα και τον πύργο του Άιφελ. Δύο φορές.

ΚΟΙΝΟΠΟΗΣΗ: