Μια σειρά από νέες έρευνες δείχνουν ότι η Γενιά Ζ αναφέρει υψηλότερα επίπεδα δυστυχίας που σχετίζονται με την εργασία, σε σύγκριση με τις παλαιότερες γενιές.
Για πολλούς από τη Γενιά Ζ (δηλαδή εκείνους που έχουν γεννηθεί μεταξύ 1997 και 2012) η εμπειρία της αμειβόμενης εργασίας δεν βιώνεται ως ένας δρόμος προς την ασφάλεια και το “νόημα της ζωής”, αλλά ως μια πηγή συναισθηματικής πίεσης που, σε ορισμένες περιπτώσεις, είναι χειρότερη από το να μην έχεις καθόλου δουλειά. Μπορεί αυτή η πρόταση να ακούγεται ιδιαιτέρως περίεργη για εκείνους που ανήκουν σε μεγαλύτερες γενιές, αλλά για τους νέους είναι πολύ αληθινή -και πολλές μεγάλες έρευνες σκιαγραφούν αυτήν την εικόνα.
Γιατί οι νέοι της Gen Z δηλώνουν δυστυχισμένοι στην εργασία τους
Σύμφωνα με έρευνα το 40% των ερωτηθέντων της Gen Z αναφέρουν ότι αισθάνονται άγχος ή ανησυχία «όλο ή σχεδόν όλο το χρόνο».
Η έρευνα της Deloitte για τη Γενιά Z και τους Millennials για το 2025 διαπιστώνει ότι η ψυχική υγεία και η οικονομική ανασφάλεια είναι τα κύρια προβλήματα για τους νεότερους εργαζόμενους: περίπου το 40% των ερωτηθέντων της Γενιάς Z αναφέρουν ότι αισθάνονται άγχος ή ανησυχία «όλο ή σχεδόν όλο το χρόνο», και σχεδόν οι μισοί δήλωσαν ότι δεν αισθάνονται οικονομικά ασφαλείς, με περισσότερους από τους μισούς να ζουν από μεροκάματο σε μεροκάματο. Επιπλέον, η αλλαγή καριέρας παραμένει υψηλή, καθώς περίπου το 31% της Γενιάς Ζ σχεδιάζει να αλλάξει εργοδότη εντός δύο ετών, δείχνοντας χαμηλή προσήλωση στις τρέχουσες θέσεις εργασίας. Ο λόγος ωστόσο δεν είναι κάποιο δομικό πρόβλημα των νέων ανθρώπων, αλλά της ίδιας της αγοράς εργασίας, που όπως οι ίδιοι υποστηρίζουν, είναι πλέον “μη βιώσιμη”.
Παλεύοντας με την εξάντληση
Οι νέοι εξηγούν ότι η αγορά εργασίας, οι σύγχρονοι μέθοδοι προσλήψεων, ακόμα και το επαγγελματικό περιβάλλον, προωθούν συνεχώς μια εργασιακή κουλτούρα στην οποία ευδοκιμούν οι χαμηλοί μισθοί, οι υψηλές προσδοκίες, το αέναο multitasking και τα αρνητικά συναισθήματα. Οι ίδιοι ζητούν υποστήριξη για την ψυχική τους υγεία και ευέλικτη εργασία αλλά συχνά αισθάνονται ότι η εκπαίδευση ή το υπόβαθρό τους εμποδίζει την επαγγελματική τους εξέλιξη, με σχεδόν τους μισούς να αισθάνονται ότι η θέση τους δεν είναι η δουλειά των ονείρων τους και πολλούς να εγκαταλείπουν γρήγορα τις θέσεις τους αν δεν ικανοποιούνται οι προσδοκίες τους -όπως γρήγορες προαγωγές, δίκαιες αμοιβές).
Πιο συγκεκριμένα, μια περίληψη της έκθεσης της MetLife για τον Ιανουάριο του 2025 υπογράμμισε ότι οι εργαζόμενοι της Γενιάς Z αναφέρουν υψηλότερα ποσοστά εξάντλησης και συμπτωμάτων κατάθλιψης από τους παλαιότερους συναδέλφους τους -έρευνα έδειξε ότι περίπου το 44% της Γενιάς Z ανέφερε εξάντληση έναντι 34% για το ευρύτερο εργατικό δυναμικό, και 35% ανέφερε κατάθλιψη σε σύγκριση με 20% για τις παλαιότερες ομάδες. Επιπλέον, μια πρόσφατη περίληψη μιας μεγάλης δημοσκόπησης σε βρετανική εφημερίδα ανέφερε ότι σχεδόν οι μισοί εργαζόμενοι ηλικίας 21-25 ετών είχαν κλάψει λόγω του άγχους στο χώρο εργασίας και περίπου τέσσερις στους δέκα νέους εργαζόμενους φοβούνται να πάνε στη δουλειά.
Γιατί οι νέοι της Gen Z δηλώνουν δυστυχισμένοι στην εργασία τους
H Γενιά Z δεν είναι αντίθετη στην εργασία, αλλά αντιδρά σε μια εργασία ασταθή, κακοπληρωμένη και συναισθηματικά εξαντλητική.
Γιατί η εργασία, και όχι η ανεργία, είναι χειρότερη
Είναι όμως αρκετές οι αλληλένδετες αιτίες που μπορούν να εξηγήσουν το πώς φτάσαμε εδώ, δηλαδή το γιατί η απασχόληση μπορεί να είναι πιο καταθλιπτική από την ανεργία για πολλούς της Γενιάς Ζ:
–Αναντιστοιχία προσδοκιών και πραγματικότητας. Η Γενιά Z εισήλθε στην αγορά εργασίας κατά τη διάρκεια ή μετά από πολλαπλά σοκ -την οικονομική κατάρρευση του 2008, την αναστάτωση της πανδημίας και τις κρίσεις του κόστους διαβίωσης. Μπορεί λοιπόν συχνά οι εργοδότες να διαφημίζουν την αποστολή, τον σκοπό και την ταχεία ανάπτυξη, αλλά στην πραγματικότητα οι καθημερινοί ρόλοι που προσφέρουν ενέχουν επαναλαμβανόμενες εργασίες, ασαφή επαγγελματικά μονοπάτια και ελάχιστη διοικητική υποστήριξη. Η Deloitte διαπιστώνει ότι η Γενιά Z δίνει προτεραιότητα στη μάθηση και την ανάπτυξη αλλά πολλοί αισθάνονται ότι οι διευθυντές «αποτυγχάνουν» σε αυτές τις ανάγκες. Όταν λοιπόν η πραγματικότητα αποκλίνει από τις προσδοκίες, ακολουθεί δυσαρέσκεια και αποθάρρυνση.
–Οικονομική αβεβαιότητα. Οι νεότεροι εργαζόμενοι αναφέρουν μεγάλη οικονομική πίεση. Το να βρίσκονται σε μια χαμηλόμισθη, ανασφαλή θέση εργασίας, ενώ ταυτόχρονα βλέπουν τους συνομηλίκους τους να πετυχαίνουν ή τα κοινωνικά μέσα να αναδεικνύουν “επιτυχημένους” ενήλικες, μπορεί να εντείνει το αίσθημα της αποτυχίας. Παραδόξως, η ανεργία συνοδεύεται μερικές φορές από κοινωνικές παροχές ή οικογενειακή υποστήριξη και -κυρίως- από την ψυχολογική ανακούφιση του να μην είναι παγιδευμένοι σε ένα τοξικό περιβάλλον.
–Τα υβριδικά ωράρια, η συνεχής επικοινωνία (Slack, Teams) και τα ασαφή όρια πολλαπλασιάζονται. Η Γενιά Ζ δηλώνει ότι εκτιμά την προσωπική επαφή για σημαντικές συζητήσεις, αλλά επιβιώνει σε ένα οικοσύστημα που απαιτεί συνεχή ασύγχρονη διαθεσιμότητα -μια συνταγή για εξάντληση. Η κουλτούρα της «συνεχούς παραγωγικότητας» επιβραβεύει την παρουσία στο χώρο εργασίας και τις μη αμειβόμενες υπερωρίες, κάτι που βλάπτει δυσανάλογα τους νέους που μόλις τώρα αποδεικνύουν την αξία τους.
Τι θέλει η Γενιά Z και τι λείπει από τους εργοδότες
Οι έρευνες είναι συνεπείς όσον αφορά τους τύπους θέσεων εργασίας που η Γενιά Z θεωρεί ανεκτές, ακόμη και ελκυστικές: ρόλοι που προσφέρουν ευκαιρίες για μάθηση και εξέλιξη, αίσθηση σκοπού, αξιοπρεπή αμοιβή και παροχές (συμπεριλαμβανομένης της υποστήριξης ψυχικής υγείας), λογικά όρια μεταξύ εργασίας και προσωπικής ζωής και διευθυντές που επενδύουν στην ανάπτυξη. Η έρευνα της Deloitte δείχνει ότι η μάθηση, η καθοδήγηση και η οικονομική ασφάλεια βρίσκονται στην κορυφή της λίστας -ωστόσο, πολλοί νέοι εργαζόμενοι βαθμολογούν τους τρέχοντες εργοδότες τους με χαμηλά σε αυτούς τους τομείς.
Τα πρακτικά χαρακτηριστικά έχουν επίσης σημασία. Η υβριδική εργασία, οι διαφανείς διαδρομές προαγωγής, η τακτική ανατροφοδότηση και οι πόροι ψυχικής υγείας δεν είναι απλώς προνόμια, είναι καθοριστικά για τη διατήρηση του προσωπικού. Οι εργοδότες που εφαρμόζουν σωστά τα βασικά στοιχεία αναφέρουν χαμηλότερο ποσοστό αποχώρησης και καλύτερο ηθικό.
Μια γενιά που κάνει μια επιλογή
Από τα προαναφερθέντα αντιλαμβανόμαστε ότι η Γενιά Z δεν είναι αντίθετη στην εργασία, αλλά αντιδρά σε αυτό που έχει γίνει η σύγχρονη εργασία σε πολλά μέρη: ασταθής, κακοπληρωμένη και συναισθηματικά εξαντλητική. Οι επιλογές της ήδη αναδιαμορφώνουν τις αγορές εργασίας: μεγαλύτερη κινητικότητα, πιο έντονες απαιτήσεις για ευημερία και σκοπό και μια πιο επιλεκτική προσέγγιση ως προς το τι μπορεί να είναι «μια δουλειά». Μέχρι λοιπόν η αγορά ή η θέση που εκείνοι επιθυμούν να αποκτήσει όλα τα παραπάνω σε ένα τουλάχιστον ικανοποιητικό επίπεδο, η ανεργία μοιάζει η πιο ασφαλής επιλογή, τουλάχιστον όταν απέναντί της βρίσκεται η ψυχική και σωματική εξουθένωση ενός “τοξικού” εργασιακού περιβάλλοντος.





