Το Μικτό Ορκωτό Δικαστήριο Θεσσαλονίκης επέβαλε ποινή φυλάκισης 18 μηνών με τριετή αναστολή σε έναν 44χρονο άνδρα, ο οποίος ξυλοκόπησε την πρώην σύζυγό του με ένα καδρόνι στη μέση του δρόμου.
Αρχικά, ο κατηγορούμενος αντιμετώπισε κατηγορία για απόπειρα ανθρωποκτονίας, ωστόσο το δικαστήριο αποφάσισε να αλλάξει την κατηγορία σε επικίνδυνη ενδοοικογενειακή σωματική βλάβη, που είναι πλημμέλημα, με ψήφους 5-2. Επιπλέον, το δικαστήριο αναγνώρισε στον κατηγορούμενο το ελαφρυντικό της ειλικρινούς μεταμέλειας.
Αυτή η απόφαση υπογραμμίζει τη σοβαρότητα των ενδοοικογενειακών επιθέσεων και την ανάγκη για προστασία των θυμάτων. Η αναγνώριση του ελαφρυντικού της μεταμέλειας μπορεί να φανεί ως μια προσπάθεια του δικαστηρίου να δείξει ότι οι άνθρωποι μπορούν να αλλάξουν και να αναγνωρίσουν τα λάθη τους. Ωστόσο, η ποινή φυλάκισης με αναστολή εγείρει ερωτήματα σχετικά με την αποτελεσματικότητα της ποινικής δικαιοσύνης στην αποτροπή τέτοιων εγκλημάτων στο μέλλον.
Σύμφωνα με το κατηγορητήριο, όλα συνέβησαν τον Νοέμβριο του 2018, στις Συκιές, όταν ο κατηγορούμενος λογομάχησε με την 42χρονη πρώην σύζυγό του, με αφορμή τον χρόνο που περνούσε με το ανήλικο παιδί τους μετά τον χωρισμό τους. Η κατάσταση ξέφυγε κι άλλο όταν ένα απόγευμα, μετά από λεκτικό επεισόδιο που είχε και με την πεθερά του, εμφανίστηκε μπροστά στο θύμα κρατώντας ένα ξύλινο καδρόνι μήκους 1,5 μέτρων.
Όπως κατέθεσαν αυτόπτες μάρτυρες, οι οποίοι βγήκαν στα μπαλκόνια τους όταν άκουσαν τις φωνές του θύματος που καλούσε σε βοήθεια, είδαν τον κατηγορούμενο να της επιτίθεται με μανία, χτυπώντας τη στο κεφάλι και στο σώμα με το ξύλο. Ο άγριος ξυλοδαρμός σταμάτησε μόνο όταν κάτοικοι άρχισαν να πετούν από τα παράθυρά τους γλάστρες και καρέκλες για να τον απομακρύνουν.
Το περιστατικό σημειώθηκε σε πυκνοκατοικημένη γειτονιά της δυτικής Θεσσαλονίκης και μόλις 400 μέτρα από το αστυνομικό τμήμα της περιοχής. Όταν έφτασαν οι αστυνομικοί, βρήκαν τη γυναίκα έχοντας αισθήσεις της, ωστόσο έτρεχαν αίματα από το κεφάλι της και μεταφέρθηκε με ασθενοφόρο του ΕΚΑΒ στο νοσοκομείο. Ο κατηγορούμενος τράπηκε σε φυγή και λίγες ώρες αργότερα παραδόθηκε αυτοβούλως, συνοδευόμενος από τον συνήγορό του.
Κατά την έρευνα των αστυνομικών, εντοπίστηκε σε κοντινό σημείο μια λάμα μαχαιριού, η οποία θεωρήθηκε ότι ήταν προσαρμοσμένη στο ξύλο που χρησιμοποίησε ο 44χρονος, ωστόσο κάτι τέτοιο δεν αποδείχθηκε.
Στην κατάθεσή της ενώπιον του δικαστηρίου, το θύμα περιέγραψε ότι ο πρώην σύζυγός της την χτυπούσε με μανία, προκαλώντας της – μεταξύ άλλων – ρωγμώδες κάταγμα στο κρανίο. Ωστόσο, η ίδια δήλωσε ότι πλέον τον έχει συγχωρήσει, πως οι σχέσεις τους έχουν αποκατασταθεί πλήρως και δεν θα ήθελε να οδηγηθεί στη φυλακή.
«Δε μπορώ να φανταστώ ότι αυτός ο άνθρωπος ήθελε να με σκοτώσει», ανέφερε, προσθέτοντας ότι δεν θυμάται λεπτομέρειες από την άγρια επίθεση που δέχθηκε εκείνο το απόγευμα. Επιπλέον, η γυναίκα πρόσθεσε ότι είναι ένας εξαιρετικός πατέρας και ουδέποτε της έχει ασκήσει ξανά βία.
Κλείσιμο
Ο κατηγορούμενος, στην απολογία του, παραδέχθηκε την πράξη του και ζήτησε συγγνώμη, υποστηρίζοντας ότι μετάνιωσε από την πρώτη στιγμή.
«Ήταν πάρα πολύ κακό αυτό που έκανα. Έκανα κακό σε δύο οικογένειες. Σίγουρα είμαι 100% ένοχος, ό,τι κι αν είχε γίνει με τη πρώην σύζυγό μου», είπε.
Ο ίδιος εξήγησε ότι η αιτία της επίθεσης ήταν το γεγονός ότι για εννέα μήνες μετά τον χωρισμό τους έβλεπε το παιδί του μόνο τα Σαββατοκύριακα, με αποτέλεσμα να νιώθει έντονη απώλεια. «Ήμουν προσκολλημένος επάνω στο παιδί μου, το είχα ανάγκη και ήταν πολύ δύσκολο να το διαχειριστώ. Μου έλειπε η κόρη μου όσο περνούσε ο καιρός», ανέφερε.
Πρόσθεσε πως το περιστατικό που «ξεχείλισε το ποτήρι» ήταν όταν το παιδί του τού είπε ότι «η μαμά δε θέλει να σε βλέπω», ενώ είχε προηγηθεί και επεισόδιο με την πεθερά του, η οποία – σύμφωνα με τον ίδιο – τον κατήγγειλε ψευδώς για επίθεση.
«Είδα την πεθερά μου να μπαίνει στο αστυνομικό τμήμα και σκεφτόμουν αν πρέπει να μπω κι εγώ ή να φύγω. Προχώρησα μέχρι τη μηχανή μου και τότε είδα την πρώην σύζυγό μου, η οποία μιλούσε στο τηλέφωνο. Άκουσα κάτι που είπε. Απέναντι υπήρχαν τέσσερα-πέντε οικοδομικά ξύλα. Από βλακεία πήρα ένα στο χέρι για να την τρομάξω και πήγα από πίσω της. Με αντιλήφθηκε και άρχισε να φωνάζει. Τότε έκλεισα τα μάτια, δεν ξέρω πως μου βγήκε. Δεν σκόπευα να τη χτυπήσω, ούτε τίποτε άλλο. Απλώς έκανα αυτή την αποτρόπαια πράξη. Πήγα λίγο παρακάτω, ήμουν σοκαρισμένος. Δεν πίστευα ότι έφτασα σε αυτό το σημείο», ανέφερε.
Ο κατηγορούμενος ομολόγησε ότι τη χτύπησε «δύο-τρεις φορές» αφότου εκείνη φώναξε «βοήθεια» και σταμάτησε όταν οι κάτοικοι άρχισαν να πετούν αντικείμενα.
Κατά τη διάρκεια της απολογίας του, ζήτησε πολλές φορές συγγνώμη από το θύμα και την οικογένειά της και εξήγησε ότι πλέον οι σχέσεις τους είναι εξαιρετικές.
«Μετάνιωσα από την πρώτη ώρα. Παρακαλούσα να είναι καλά και να μην είχε πάθει κακό. Ένιωθα βαθιά αδικημένος που δεν έβλεπα το παιδί μου. Προσπαθούσα να το διαχειριστώ και να σέβομαι τον νόμο. Μπορεί να έκανα αυτό που έκανα, αλλά είναι η μάνα του παιδιού μου και θα είμαι πάντα εκεί. (…) Ακόμα και ένα χαστούκι να της έδινα, δεν θα το αποδεχόμουν. Ποτέ δεν ήθελα να της κάνω κακό, ούτε σε καμία περίπτωση να τη σκοτώσω. Είναι η μητέρα του παιδιού μου. Μακάρι να άνοιγε το δικό μου κεφάλι εκείνη την ημέρα», κατέληξε.
Την μετατροπή της κατηγορίας από απόπειρα ανθρωποκτονίας σε επικίνδυνη ενδοοικογενειακή σωματική βλάβη πρότεινε και η εισαγγελέας του Μικτού Ορκωτού Δικαστηρίου εξηγώντας, μεταξύ άλλων, ότι από κανένα αποδεικτικό στοιχείο που προσκομίστηκε κατά τη διάρκεια της δίκης, ούτε από την κατάθεση της παθούσας, προέκυψε ότι ο 44χρονος είχε σκοπό να της αφαιρέσει τη ζωή ή να την τραυματίσει σοβαρά.