Η Τουρκία συνέχισε τη φιλοδοξία της να αναδειχθεί σε παγκόσμιο παίκτη στον τομέα της αμυντικής βιομηχανίας, με τον πρόεδρο Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν να εγκαινιάζει το νέο εργοστάσιο της BMC στην Άγκυρα και να παραδίδει τα πρώτα άρματα μάχης Altay στις τουρκικές ένοπλες δυνάμεις.
Στην ομιλία του στο Καχραμανκαζάν, ο Τούρκος πρόεδρος δήλωσε πως η χώρα του «δεν είναι πια αυτή που ακολουθεί, αλλά αυτή που ακολουθούν», υποστηρίζοντας ότι η Τουρκία έχει μετατραπεί σε «χώρα που όλοι παρακολουθούν με ανυπομονησία».
Το νέο εργοστάσιο της BMC εκτείνεται, σύμφωνα με τον ίδιο, σε 840.000 τετραγωνικά μέτρα, θα απασχολεί πάνω από 1.500 εργαζομένους και θα έχει τη δυνατότητα παραγωγής 8 αρμάτων Altay και 10 τεθωρακισμένων Altuğ κάθε μήνα — αριθμοί που ο Ερντογάν παρουσιάζει ως απόδειξη «ανεξαρτησίας» και τεχνολογικής προόδου.
«Ο στόχος μας είναι να μην εξαρτόμαστε από κανέναν», είπε χαρακτηριστικά, προσθέτοντας ότι η Τουρκία θα συνεχίσει να ξεπερνά «εμπόδια και εμπάργκο» με δικές της δυνάμεις. «Ή βρίσκουμε τον δρόμο ή τον ανοίγουμε μόνοι μας», συμπλήρωσε, δίνοντας για ακόμη μία φορά έμφαση στο αφήγημα της αυτάρκειας και της αυτοδύναμης Τουρκίας.
Ο πρόεδρος αναφέρθηκε επίσης στη «νέα γεωπολιτική πραγματικότητα» που, όπως υποστήριξε, διαμορφώνεται διεθνώς, με τις στρατιωτικές και τεχνολογικές ισορροπίες να αλλάζουν. «Για να ζήσεις με αξιοπρέπεια, πρέπει να είσαι δυνατός σε όλα τα επίπεδα», είπε, επαναλαμβάνοντας τη ρητορική του περί ισχύος και εθνικής υπερηφάνειας.
Σύμφωνα με τον ίδιο, η Τουρκία έχει αυξήσει την εγχώρια παραγωγή στον αμυντικό τομέα από 20% σε 80% μέσα σε δύο δεκαετίες, έχει εξελιχθεί σε 11ο μεγαλύτερο εξαγωγέα όπλων στον κόσμο, και κατέχει, πάντα κατά τον Ερντογάν, το 65% της παγκόσμιας αγοράς UAV.
Ωστόσο, πίσω από τους θριαμβευτικούς τόνους, η αλήθεια παραμένει πιο σύνθετη. Η τουρκική αμυντική βιομηχανία έχει αναμφίβολα σημειώσει πρόοδο, αλλά η υπερβολική προβολή της στρατιωτικής ισχύος εξυπηρετεί περισσότερο την εσωτερική πολιτική εικόνα του Ερντογάν παρά την πραγματική ισορροπία ισχύος στην περιοχή.
Η Τουρκία μπορεί πράγματι να «γράφει ιστορία», αλλά το ερώτημα που μένει ανοιχτό είναι αν το κάνει ως σταθεροποιητικός παράγοντας ή ως νέα πηγή ανησυχίας στο εύθραυστο γεωπολιτικό τοπίο της Ανατολικής Μεσογείου.





