Δύσπιστοι και ελάχιστα ικανοποιημένοι οι Έλληνες από το ΕΣΥ – Τι αποκαλύπτει η έρευνα του ΟΟΣΑ

Κοινοποίηση:
maketa-nosokomeio

Η εικόνα των γεμάτων ράντζων στους διαδρόμους, των ραντεβού που κλείνονται μήνες μετά και των πολιτών που πρέπει να υπολογίσουν αν αντέχει η τσέπη τους πριν αντέξει το σώμα τους, δεν αποτελεί πια μια θλιβερή «κανονικότητα». Είναι το αποτέλεσμα μιας κυβερνητικής πολιτικής που εδώ και χρόνια ακρωτηριάζει το δημόσιο σύστημα υγείας και το αφήνει να καταρρέει μπροστά στα μάτια όλων.

Τα στοιχεία του ΟΟΣΑ απλώς επιβεβαιώνουν την αποτυχία: πάνω από 1 στους 10 Έλληνες δηλώνει ότι δεν έλαβε την ιατρική φροντίδα που χρειαζόταν, είτε λόγω κόστους, είτε επειδή οι αναμονές μοιάζουν ατελείωτες, είτε επειδή η πρόσβαση σε δομές υγείας είναι πρακτικά αδύνατη. Την ώρα που ο μέσος όρος των χωρών του ΟΟΣΑ βρίσκεται πολύ χαμηλότερα, η κυβέρνηση προσπαθεί να παρουσιάσει ένα «success story» που καμία σχέση δεν έχει με την ελληνική πραγματικότητα.

Η δυσαρέσκεια δεν είναι ψυχολογική· είναι βαθιά πολιτική. Μόλις οι μισοί πολίτες δηλώνουν ικανοποιημένοι από τις υπηρεσίες υγείας — ένας αριθμός που αντικατοπτρίζει τη συνειδητή κυβερνητική επιλογή να απαξιωθεί το δημόσιο σύστημα υπέρ της ιδιωτικοποίησης και της μετακύλισης του κόστους στους ίδιους τους ασθενείς. Στη χώρα όπου ο υπουργός Υγείας μιλά για «μεταρρυθμίσεις», οι πολίτες πληρώνουν από την τσέπη τους περισσότερο από κάθε άλλη δυτικοευρωπαϊκή χώρα. Η υγεία, αντί να είναι δικαίωμα, γίνεται είδος πολυτελείας.

Την ίδια στιγμή, η Ελλάδα επιμένει σε ένα νοσοκομειοκεντρικό μοντέλο, αφήνοντας την πρόληψη και την πρωτοβάθμια φροντίδα ουσιαστικά εγκαταλελειμμένες. Το Υπουργείο Υγείας ανακοινώνει προγράμματα, αλλά σπανίως τα στηρίζει με πόρους, προσωπικό και πραγματική στρατηγική. Αποτέλεσμα; Οι πολίτες συναντούν το σύστημα μόνο όταν αρρωστήσουν σοβαρά — και τότε συναντούν ένα σύστημα ήδη εξουθενωμένο.

Η γεωγραφική ανισότητα, επίσης, δεν αποτελεί φυσικό φαινόμενο. Είναι προϊόν διαχρονικής κρατικής αδιαφορίας. Νησιά και απομακρυσμένες περιοχές μένουν χωρίς γιατρούς, χωρίς εξοπλισμό και χωρίς βασικές υπηρεσίες. Ακόμα και μεγάλα αστικά κέντρα δυσλειτουργούν εξαιτίας της υποστελέχωσης και της έλλειψης υποδομών. Η κυβέρνηση γνωρίζει το πρόβλημα — αλλά επιλέγει να το αγνοεί.

Κι όμως, λύσεις υπάρχουν. Προληπτικές εξετάσεις, προσωπικός γιατρός, κινητές μονάδες. Μόνο που χωρίς επενδύσεις, χωρίς σταθερές δομές και χωρίς πολιτική βούληση, όλα αυτά παραμένουν ημιτελή, αποσπασματικά και τελικά αναποτελεσματικά. Η κυβέρνηση αρκείται σε επικοινωνιακές εξαγγελίες, την ώρα που γιατροί και πολίτες προσπαθούν να κρατήσουν όρθιο ένα σύστημα που εκείνη έχει εγκαταλείψει.

Όπως τονίζει και ο καθηγητής Κυριάκος Σουλιώτης, η Ελλάδα χρειάζεται επιτέλους μετάβαση από το νοσοκομειοκεντρικό μοντέλο σε μια πραγματική πολιτική δημόσιας υγείας. Όμως όσο το Υπουργείο Υγείας συνεχίζει να λειτουργεί περισσότερο ως διαχειριστής κρίσεων και λιγότερο ως οργανωτής πολιτικών, η χώρα θα παραμένει δέσμια των ίδιων παθογενειών.

Το ελληνικό σύστημα υγείας δεν καταρρέει από μόνο του. Καταρρέει επειδή η κυβέρνηση επέλεξε να το αφήσει να φθίνει. Και όσο η επίσημη πολιτεία εξακολουθεί να μεταθέτει τις ευθύνες στους πολίτες, η υγεία δεν θα είναι αυτονόητο δικαίωμα αλλά ένας αδιάκοπος, άνισος αγώνας απέναντι όχι μόνο στην ασθένεια, αλλά και στις επιλογές αυτών που υποτίθεται ότι όφειλαν να το προστατεύσουν.

ΚΟΙΝΟΠΟΗΣΗ:

Leave a Response