Ανοικτό άφησε η Νιγηρία το ενδεχόμενο νέων στρατιωτικών πληγμάτων κατά τζιχαντιστικών οργανώσεων, μετά τις αμερικανικές επιθέσεις που πραγματοποιήθηκαν ανήμερα τα Χριστούγεννα στη βόρεια χώρα, στο πλαίσιο στενής συνεργασίας με την Ουάσινγκτον.
Ο υπουργός Εξωτερικών της Νιγηρίας, Γιουσούφ Τούγκαρ, δήλωσε ότι η διαδικασία βρίσκεται σε εξέλιξη και ότι η χώρα του συνεργάζεται τόσο με τις Ηνωμένες Πολιτείες όσο και με άλλους διεθνείς εταίρους για την αντιμετώπιση της τρομοκρατίας. Όπως ανέφερε, οι νιγηριανές αρχές ήταν εκείνες που παρείχαν κρίσιμες πληροφορίες στις ΗΠΑ, επιβεβαιώνοντας ότι υπήρξε άμεση επικοινωνία με τον Αμερικανό ομόλογό του, Μάρκο Ρούμπιο, πριν και κατά τη διάρκεια των επιθέσεων.
Από την πλευρά του, το Πεντάγωνο επιβεβαίωσε ότι τα πλήγματα πραγματοποιήθηκαν σε συνεννόηση με την κυβέρνηση της Νιγηρίας και κατόπιν έγκρισής της. Ο Τούγκαρ υπογράμμισε ότι και ο πρόεδρος της χώρας, Μπόλα Τινούμπου, έδωσε το «πράσινο φως» για την αμερικανική στρατιωτική δράση.
Παρότι δεν έχουν γίνει γνωστοί οι ακριβείς στόχοι, οι βομβαρδισμοί φέρονται να έπληξαν στοιχεία του Ισλαμικού Κράτους στη Σαχέλ, στην Πολιτεία Σόκοτο, περιοχή που δεν συγκαταλέγεται παραδοσιακά στα βασικά προπύργια των τζιχαντιστών. Το γεγονός αυτό προκάλεσε αιφνιδιασμό και φόβο στους κατοίκους απομονωμένων χωριών, οι οποίοι δήλωσαν ότι δεν είχαν βιώσει παρόμοια επίθεση τα τελευταία χρόνια.
Η νιγηριανή κυβέρνηση επιχείρησε να αποσυνδέσει τη στρατιωτική επιχείρηση από θρησκευτικά κίνητρα, τονίζοντας ότι η αντιμετώπιση της τρομοκρατίας αφορά την ασφάλεια όλων των πολιτών, ανεξαρτήτως θρησκείας. Την ίδια στιγμή, απέρριψε κατηγορίες περί θρησκευτικών διώξεων, οι οποίες επανέρχονται συχνά στη διεθνή συζήτηση.
Σε πολιτικό επίπεδο, ο Αμερικανός πρόεδρος Ντόναλντ Τραμπ υποστήριξε δημόσια ότι τα πλήγματα αποτελούν απάντηση στη δράση τρομοκρατικών οργανώσεων και έκανε λόγο για «επιτυχημένες επιχειρήσεις» του αμερικανικού στρατού. Το AFRICOM επιβεβαίωσε ότι οι βομβαρδισμοί πραγματοποιήθηκαν κατόπιν αιτήματος των νιγηριανών αρχών και είχαν ως αποτέλεσμα τον θάνατο πολλών μαχητών του Ισλαμικού Κράτους.
Αναλυτές εκτιμούν ότι η Αμπούτζα, υπό διεθνή και διπλωματική πίεση, επιδιώκει να εμφανιστεί ως αξιόπιστος εταίρος των ΗΠΑ στην περιοχή, την ώρα που η αστάθεια και η δράση ένοπλων οργανώσεων συνεχίζουν να απειλούν τη βόρεια Νιγηρία.





